"Ιδρύεται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία 'Μουσείο Ακρόπολης', με έδρα την Αθήνα, εποπτευόμενο από τον υπουργό Πολιτισμού. Αυτή η νομική μορφή για την σύσταση του Μουσείου της Ακρόπολης, επιλέχθηκε με γνώμονα την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη διοικητική και οικονομική του αυτοτέλεια. Δύο απαραίτητες προϋποθέσεις λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας ενός Μουσείου Διεθνούς εμβέλειας. (...) Θέλουμε ένα δημόσιο αλλά πρωτοποριακό μουσείο. Ένα μουσείο που θα παρακολουθεί δυναμικά την πρόοδο που σημειώνεται στην πολιτική μουσείων διεθνώς. Που θα συμμετέχει ενεργά στα ευρωπαϊκά δίκτυα και προγράμματα. Ένα δημόσιο -σύγχρονο- μουσείο που θα παραμένει συνδεδεμένο με το κράτος όπως επιτάσσει το Σύνταγμα. Αλλά όχι ασφυκτικά δεμένο σε αυτό. (...) Το μουσείο το ίδιο, αναλαμβάνει τις ευθύνες και το ρόλο του. Με στόχους, όραμα και σχέδιο. Και ασφαλώς επιλέγει και τις μεθόδους για να τα πραγματοποιήσει. Με πραγματική ευελιξία. Παρεμβαίνει επιθετικά στο πολιτιστικό περιβάλλον. Τολμά. Υπερβαίνει ακαμψίες, γραφειοκρατίες. (...) Επιδιώκει καινοτομικές λύσεις για τα προβλήματα. Λύσεις ακόμα και στα μικρά προβλήματα, που δεν πρόκειται εύκολα να αγγίξει η κεντρική διοίκηση. Και γνωρίζετε πολύ καλά ότι αυτά τα μικρά προβλήματα είναι τις περισσότερες φορές που μπλοκάρουν την εξέλιξη στην Δημόσια Διοίκηση. Που είναι τροχοπέδη στην εκτέλεση των αποφάσεων και στην παραγωγή έργου".
Σε αυτά τα λόγια του υπουργού Πολιτισμού Μ. Λιάπη, κατά την παρουσίαση του σχετικού νομοσχεδίου (22.5.08), συμπυκνώνεται η φιλοσοφία των απανταχού "μεταρρυθμιστών", που τα τελευταία χρόνια ενσκήπτει και στα καθ' ημάς και στον χώρο της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το δόγμα των "μεταρρυθμιστών" εφαρμόζεται παντού~ στην παιδεία, την υγεία, στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, σε όλους τους τομείς δημόσιου χαρακτήρα. Πρόκειται για μια απλή και γνώριμη πλέον συνταγή: κρίσεις, καθυστερήσεις, ανεπάρκειες και δυσλειτουργίες του δημόσιου χώρου (υπαρκτές, χρόνιες, ανατροφοδοτούμενες, αλλά και τεχνηέντως διογκούμενες) δεν αποτελούν για τους "μεταρρυθμιστές" πρόβλημα προς επίλυση, αλλά αντίθετα μια εξαιρετική ευκαιρία. Αξιοποιούνται ή και προκαλούνται, ενίοτε, τεχνητά, προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το κλασικό "μεταρρυθμιστικό" τρίπτυχο: συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας και ιδιωτικοποιήσεις - δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών - απορρύθμιση των αγορών. Όπως ακριβώς και στους υπόλοιπους τομείς του δημοσίου, έτσι και στην πολιτιστική κληρονομιά, οι εναλλασσόμενοι πολιτικοί διαχειριστές τής όποιας "κρίσης" δεν ενδιαφέρονται (όπως υποκριτικά διατείνονται) για την θεραπεία και την εξυγίανση, αλλά αντίθετα εργάζονται για την υπογράμμιση του "νομοτελειακού" χαρακτήρα των αναδεικνυόμενων "δεινών". Απώτερος στόχος τους είναι η ιδιωτικοποίηση, μέσα από την άρση των όποιων κοινωνικών αντιστάσεων, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, αλλά και την έντεχνη αξιοποίηση των αυθεντικών φωνών αγωνίας για την υπέρβαση των προβλημάτων. Ακόμη και ο εξαγγελλόμενος διάλογος αποδεικνύεται συνήθως προσχηματικός. "Είμαστε ανοικτοί στο διάλογο ο οποίος και θα ολοκληρωθεί στη Βουλή άμεσα"(!), δηλώνει ο υπουργός, την ίδια ώρα που ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων καταγγέλλει πως το σχέδιο νόμου παρουσιάστηκε αιφνιδιαστικά και χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους διαβούλευση... Το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, "μείζον Εθνικό αλλά και Παγκόσμιο Αγαθό" κατά την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Ακριβώς λόγω του πραγματικού και συμβολικού του ρόλου, αναδεικνύεται σε ιδανικό προπομπό μιας "μεταρρυθμιστικής" μουσειακής πολιτικής που δεν διστάζει -προκειμένου να περιγράψει με μελανά χρώματα πλευρές του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των δημόσιων μουσείων- να στηλιτεύσει τις "ακαμψίες", τις "γραφειοκρατίες", την έλλειψη "λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας", τα μικρά προβλήματα που "μπλοκάρουν την εξέλιξη στη δημόσια διοίκηση" (αποσιωπώντας βέβαια τα επιτεύγματα πολλών μουσείων μας που, παρά τις αντιξοότητες, διακρίνονται ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο). Τα επιχειρήματα δεν διεκδικούν πρωτοτυπία. Επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα σε κάθε επιχειρούμενη "μεταρρύθμιση" (πανεπιστήμια, ΕΣΥ, ΟΤΕ, Ολυμπιακή, λιμάνια κ.ο.κ.), αφήνοντας ασφαλώς στο απυρόβλητο τις ασκούμενες εδώ και χρόνια πολιτικές που οδηγούν στην απαξίωση του δημόσιου τομέα. Συνιστούν, παρ' όλα αυτά, μια ενδιαφέρουσα έμμεση παραδοχή μιας φαινομενικά αντιφατικής πραγματικότητας: της κρατικής συνέργειας στη σταδιακή απαξίωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που υλοποιείται με κύρια εργαλεία την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωσή της. Τα ίδια, άλλωστε, επιχειρήματα είχαν χρησιμοποιηθεί και επί (υφ)υπουργίας Π. Τατούλη, κατά την -αποτυχημένη- προσπάθεια αλλαγής του Οργανισμού του υπουργείου Πολιτισμού, που μεταξύ άλλων προέβλεπε και την μετατροπή έντεκα μεγάλων μουσείων της χώρας σε ΝΠΔΔ. Πριν κι από αυτόν, με παρόμοια επιχειρήματα και φιλοσοφία (τον "εκσυγχρονισμό", την "ευελιξία", την "ανταγωνιστικότητα"), οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν ξεκινήσει τη "μεταρρύθμιση" στο χώρο της πολιτιστικής κληρονομιάς: τη διάλυση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ), μέσω της ίδρυσης του Οργανισμού Προβολής του Ελληνικού Πολιτισμού (ΟΠΕΠ) με τη μορφή της Α.Ε.~ τη γιγάντωση του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων (ΤΔΠΕΑΕ), ενός ΝΠΙΔ που συνεχίζει συστηματικά να αποσπά αρχαιολογικούς χώρους και έργα από τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων~ την ίδρυση ποικιλώνυμων Οργανισμών, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, Α.Ε., φορέων που προβάλλονται διαχρονικά ως πανάκεια, καθώς εμφανίζονται ως μηχανισμοί τάχα περισσότερο παραγωγικοί, αλλά πάντως απελευθερωμένοι από "γραφειοκρατικές αγκυλώσεις" και "τον σφιχτό κρατικό εναγκαλισμό". Δεν είναι τυχαίο ότι η πολιτική εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ για θέματα Πολιτισμού, Μ. Δαμανάκη, υπογράμμισε (δήλωση 23.5.08) πως "το θέμα δεν επικεντρώνεται στο αν το μουσείο θα αποτελεί Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία ή ΝΠΔΔ, όπως το υπουργείο Πολιτισμού εμφανίζει. Η διοικητική αυτοτέλεια είναι ζητούμενο, αλλά κάθε άλλο παρά διασφαλίζεται με το νομοσχέδιο"...
Σε αυτά τα λόγια του υπουργού Πολιτισμού Μ. Λιάπη, κατά την παρουσίαση του σχετικού νομοσχεδίου (22.5.08), συμπυκνώνεται η φιλοσοφία των απανταχού "μεταρρυθμιστών", που τα τελευταία χρόνια ενσκήπτει και στα καθ' ημάς και στον χώρο της πολιτιστικής κληρονομιάς. Το δόγμα των "μεταρρυθμιστών" εφαρμόζεται παντού~ στην παιδεία, την υγεία, στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, σε όλους τους τομείς δημόσιου χαρακτήρα. Πρόκειται για μια απλή και γνώριμη πλέον συνταγή: κρίσεις, καθυστερήσεις, ανεπάρκειες και δυσλειτουργίες του δημόσιου χώρου (υπαρκτές, χρόνιες, ανατροφοδοτούμενες, αλλά και τεχνηέντως διογκούμενες) δεν αποτελούν για τους "μεταρρυθμιστές" πρόβλημα προς επίλυση, αλλά αντίθετα μια εξαιρετική ευκαιρία. Αξιοποιούνται ή και προκαλούνται, ενίοτε, τεχνητά, προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το κλασικό "μεταρρυθμιστικό" τρίπτυχο: συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας και ιδιωτικοποιήσεις - δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών - απορρύθμιση των αγορών. Όπως ακριβώς και στους υπόλοιπους τομείς του δημοσίου, έτσι και στην πολιτιστική κληρονομιά, οι εναλλασσόμενοι πολιτικοί διαχειριστές τής όποιας "κρίσης" δεν ενδιαφέρονται (όπως υποκριτικά διατείνονται) για την θεραπεία και την εξυγίανση, αλλά αντίθετα εργάζονται για την υπογράμμιση του "νομοτελειακού" χαρακτήρα των αναδεικνυόμενων "δεινών". Απώτερος στόχος τους είναι η ιδιωτικοποίηση, μέσα από την άρση των όποιων κοινωνικών αντιστάσεων, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, αλλά και την έντεχνη αξιοποίηση των αυθεντικών φωνών αγωνίας για την υπέρβαση των προβλημάτων. Ακόμη και ο εξαγγελλόμενος διάλογος αποδεικνύεται συνήθως προσχηματικός. "Είμαστε ανοικτοί στο διάλογο ο οποίος και θα ολοκληρωθεί στη Βουλή άμεσα"(!), δηλώνει ο υπουργός, την ίδια ώρα που ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων καταγγέλλει πως το σχέδιο νόμου παρουσιάστηκε αιφνιδιαστικά και χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους διαβούλευση... Το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, "μείζον Εθνικό αλλά και Παγκόσμιο Αγαθό" κατά την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Ακριβώς λόγω του πραγματικού και συμβολικού του ρόλου, αναδεικνύεται σε ιδανικό προπομπό μιας "μεταρρυθμιστικής" μουσειακής πολιτικής που δεν διστάζει -προκειμένου να περιγράψει με μελανά χρώματα πλευρές του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των δημόσιων μουσείων- να στηλιτεύσει τις "ακαμψίες", τις "γραφειοκρατίες", την έλλειψη "λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας", τα μικρά προβλήματα που "μπλοκάρουν την εξέλιξη στη δημόσια διοίκηση" (αποσιωπώντας βέβαια τα επιτεύγματα πολλών μουσείων μας που, παρά τις αντιξοότητες, διακρίνονται ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο). Τα επιχειρήματα δεν διεκδικούν πρωτοτυπία. Επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα σε κάθε επιχειρούμενη "μεταρρύθμιση" (πανεπιστήμια, ΕΣΥ, ΟΤΕ, Ολυμπιακή, λιμάνια κ.ο.κ.), αφήνοντας ασφαλώς στο απυρόβλητο τις ασκούμενες εδώ και χρόνια πολιτικές που οδηγούν στην απαξίωση του δημόσιου τομέα. Συνιστούν, παρ' όλα αυτά, μια ενδιαφέρουσα έμμεση παραδοχή μιας φαινομενικά αντιφατικής πραγματικότητας: της κρατικής συνέργειας στη σταδιακή απαξίωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που υλοποιείται με κύρια εργαλεία την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωσή της. Τα ίδια, άλλωστε, επιχειρήματα είχαν χρησιμοποιηθεί και επί (υφ)υπουργίας Π. Τατούλη, κατά την -αποτυχημένη- προσπάθεια αλλαγής του Οργανισμού του υπουργείου Πολιτισμού, που μεταξύ άλλων προέβλεπε και την μετατροπή έντεκα μεγάλων μουσείων της χώρας σε ΝΠΔΔ. Πριν κι από αυτόν, με παρόμοια επιχειρήματα και φιλοσοφία (τον "εκσυγχρονισμό", την "ευελιξία", την "ανταγωνιστικότητα"), οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν ξεκινήσει τη "μεταρρύθμιση" στο χώρο της πολιτιστικής κληρονομιάς: τη διάλυση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ), μέσω της ίδρυσης του Οργανισμού Προβολής του Ελληνικού Πολιτισμού (ΟΠΕΠ) με τη μορφή της Α.Ε.~ τη γιγάντωση του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων (ΤΔΠΕΑΕ), ενός ΝΠΙΔ που συνεχίζει συστηματικά να αποσπά αρχαιολογικούς χώρους και έργα από τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων~ την ίδρυση ποικιλώνυμων Οργανισμών, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, Α.Ε., φορέων που προβάλλονται διαχρονικά ως πανάκεια, καθώς εμφανίζονται ως μηχανισμοί τάχα περισσότερο παραγωγικοί, αλλά πάντως απελευθερωμένοι από "γραφειοκρατικές αγκυλώσεις" και "τον σφιχτό κρατικό εναγκαλισμό". Δεν είναι τυχαίο ότι η πολιτική εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ για θέματα Πολιτισμού, Μ. Δαμανάκη, υπογράμμισε (δήλωση 23.5.08) πως "το θέμα δεν επικεντρώνεται στο αν το μουσείο θα αποτελεί Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία ή ΝΠΔΔ, όπως το υπουργείο Πολιτισμού εμφανίζει. Η διοικητική αυτοτέλεια είναι ζητούμενο, αλλά κάθε άλλο παρά διασφαλίζεται με το νομοσχέδιο"...
Στάθης Γκότσης
από την Κυριακάτικη ΑΥΓΗ, 8 Ιουνίου 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου