Θέσεις
ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ - ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ νήσος
Σαρρή 14, 10553 Αθήνα. Tηλ. / FAX 3250058, e-mail: nissos92@otenet.gr
(www.theseis.com)
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις νήσος το τεύχος 107 (Απρίλιος - Ιούνιος 2009) της τριμηνιαίας επιθεώρησης οικονομικής και πολιτικής θεωρίας Θέσεις.
Στο τεύχος αυτό των Θέσεων η Συντακτική Επιτροπή (The big crunch. Ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων) εξετάζει τις πολιτικές στρατηγικές που διαμορφώνονται στο φόντο της διεθνούς οικονομικής κρίσης, επιχειρώντας παράλληλα να ερμηνεύσει από ποιους παράγοντες και συσχετισμούς προκύπτουν οι διαφοροποιήσεις τακτικής στην άσκηση οικονομικής πολιτικής μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ .
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ νήσος
Σαρρή 14, 10553 Αθήνα. Tηλ. / FAX 3250058, e-mail: nissos92@otenet.gr
(www.theseis.com)
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις νήσος το τεύχος 107 (Απρίλιος - Ιούνιος 2009) της τριμηνιαίας επιθεώρησης οικονομικής και πολιτικής θεωρίας Θέσεις.
Στο τεύχος αυτό των Θέσεων η Συντακτική Επιτροπή (The big crunch. Ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων) εξετάζει τις πολιτικές στρατηγικές που διαμορφώνονται στο φόντο της διεθνούς οικονομικής κρίσης, επιχειρώντας παράλληλα να ερμηνεύσει από ποιους παράγοντες και συσχετισμούς προκύπτουν οι διαφοροποιήσεις τακτικής στην άσκηση οικονομικής πολιτικής μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ .
Ακολουθεί το άρθρο του Michael A. Lebowitz, H επανάσταση των ριζοσπαστικών αναγκών: Πίσω από τη μπολιβαριανή επιλογή για ένα σοσιαλιστικό δρόμο, το οποίο εστιάζοντας στο παράδειγμα της Βενεζουέλας σκιαγραφεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να αναδειχθεί η κοινωνική και πολιτική δυναμική για έναν «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». Με τα λόγια του Ούγκο Τσάβες: «Δεν μπορούμε να καταφύγουμε στον κρατικό καπιταλισμό, μια στρέβλωση όμοια με αυτήν της Σοβιετικής Ένωσης. Πρέπει να επαναδιεκδικήσουμε τον σοσιαλισμό ως θέση, ως σχέδιο και πορεία, ωστόσο έναν νέο τύπο σοσιαλισμού, ανθρωπιστικό, που τοποθετεί τους ανθρώπους και όχι τις μηχανές ή το κράτος πάνω απ’ όλα».
Έπεται το δοκίμιο του Δημήτρη Μπελαντή, ΚΚΕ, εξεγέρσεις και «αστική-δημοκρατική» νομιμότητα, το οποίο, με αφορμή την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008, επιχειρεί μια κομμουνιστική κριτική στην πολιτική τακτική του ΚΚΕ από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Στη συνέχεια της ύλης του τεύχους, ο Darko Suvin, με τη μελέτη του Η μετανάστευση στην Ευρώπη σήμερα: Απαρτχάιντ ή πολιτική συγκατοίκηση; επισκοπεί τη διεθνή συζήτηση πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης και εστιάζει κυρίως στο πρόβλημα της ένταξης, των δικαιωμάτων στην πόλη και της συγκατοίκησης των μεταναστών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Οι Barbara Hahn και Peter Schöttler (Μια σκέψη στα όρια) εξετάζουν τη θεωρητική και πολιτική παρέμβαση του Λουί Αλτουσέρ, δίνοντας έμφαση στις εντάσεις μεταξύ σκέψης και γραφής, γραφής και δημοσίευσης, δημοσίευσης και αναθεώρησης.
Η Τζίνα Πολίτη («Γουρουνίσια μάζα» κατά «πλήθους χρυσών ναρκίσσων») αναφέρεται στις αναπαραστάσεις των μαζών που διαμορφώνει κατά την ιστορική εξέλιξη η λογοτεχνία, αλλά και το ψυχολογικό δοκίμιο, και εξετάζει τα ιδεολογικά περιεχόμενα και τα πολιτικά ζητούμενα που αντανακλούν οι αναπαραστάσεις αυτές.
Η ύλη του τεύχους ολοκληρώνεται με την προδημοσίευση του κριτικού Προλόγου που συνέγραψε ο Γιάννης Μηλιός για το υπό έκδοση βιβλίο του Γ. Δ. Ζιούτου: Το διεθνές εργατικό κίνημα στον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα: Γ. Δ. Ζιούτος: Το εκρηκτικό θεωρητικό και πολιτικό περιεχόμενο μιας «σιωπηλής» παρουσίας.
ΓΡΑΦΤΕΙΤΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ: Αν επιθυμείτε να λαμβάνετε ταχυδρομικά το περιοδικό, στείλτε με ταχυδρομική επιταγή 25€ (συνδρομή για 1 χρόνο – για το εξωτερικό 33€) στη διεύθυνση: Κώστα Σβόλη, εκδ. Νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα.
EDITORIAL
THE BIG CRUNCH
Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ
Μεταμφιέσεις
Ξαφνικά, χωρίς την παραμικρή αλλαγή στους συσχετισμούς και τα αίτια που προκάλεσαν και συντηρούν την κρίση, άρχισε να διαδίδεται ως άλλο ωστικό κύμα η «αισιοδοξία» στις αγορές, η ανοδική τάση στις τιμές των μετοχών, η πίστη στη «μεταρρύθμιση» του συστήματος. Και ταυτόχρονα χωρίς την ελάχιστη ανάγκη για στοιχειώδη κάλυψη της αντίφασης δηλώνεται απερίφραστα ότι η «ανάκαμψη» δεν δικαιολογεί εφησυχασμό, η «αποκατάσταση» των αγορών δεν συνεπάγεται και επιστροφή στην παλιά «ευδαιμονία», ότι ο θαυμαστός νέος κόσμος θα έχει μάλλον κάτι από τα υλικά του εργασιακού μεσαίωνα που με τόση συνέπεια ευαγγελίζεται.
Αν πριν την κρίση απαιτείτο «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, «κινητικότητα» των «δύσκαμπτων συντελεστών παραγωγής», «προσαρμοστικότητα» στις επιταγές του ανταγωνισμού, τώρα που διαφαίνεται (;) φως στην άκρη του τούνελ δεν πρέπει να ξεχαστούμε και να πάρουμε στα σοβαρά τα στοιχεία κριτικής που ηχηρά διαπερνούσαν τις αναλύσεις για τα αίτια και τις προτάσεις διεξόδου από την κρίση. Αυτό που σήμερα μετά τη σύνοδο των G20 μπορούμε να προσδοκούμε είναι ο τετραγωνισμός του κύκλου, δηλαδή «μια παγκόσμια οικονομία βασισμένη στις αρχές της αγοράς, αποτελεσματική ρύθμιση και ισχυρούς παγκόσμιους θεσμούς».
Ενώ έως σήμερα ως γνωστόν τις τύχες της παγκόσμιας οικονομίας καθόριζαν οι αρχές του κολεκτιβισμού, κρατών που εφάρμοζαν απαρέγκλιτα τον προστατευτισμό σε μια θεσμική έρημο όπου κυριαρχούσαν οι διμερείς συμφωνίες, σε ένα παγκόσμιο στερέωμα χωρίς δεσπόζοντα πόλο.
Αν όμως στη διαμόρφωση της πυξίδας που θα καθορίσει τη μακρά γραμμή πλεύσης «επιβεβαιώνονται» με πανηγυρική ομοφωνία οι αρχές που προκάλεσαν την κρίση, οι οποίες επιλύουν το ζητούμενο δια του αγνώστου, στα άμεσα πρακτικά επακόλουθα της συγκεκριμένης πολιτικής, που οφείλει να υιοθετηθεί στο παρόν, υπάρχει διάσταση απόψεων.
Οι μητροπόλεις του νεοφιλελευθερισμού που αντιμετωπίζουν σε προχωρημένη μορφή τα συντρίμμια των παιχνιδιών του κεφαλαίου, οι ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό η Βρετανία, προκρίνουν «μια χωρίς προηγούμενο δημοσιονομική επέκταση που θα σώσει ή θα δημιουργήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας οι οποίες σε αντίθετη περίπτωση θα καταστρέφονταν, ύψους 5 τρις δολαρίων έως το τέλος του επόμενου έτους, η οποία θα αυξήσει την εκροή κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες και θα επιταχύνει τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία».
Ενώ αντίθετα η «παλιά Ευρώπη», άλλοτε προπύργιο του κοινωνικού κράτους, σε αντιδιαστολή με την «κοινωνική λεοντή» των άλλων, εμφανίζει την απόλυτη δομική σταθερότητα στις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές επιλογές: δημοσιονομική περιστολή, ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, περιορισμένες και στοχευμένες ενέσεις ρευστότητας στο δοκιμαζόμενο κεφάλαιο, κοινωνική αλληλεγγύη προς τα κάτω με ισοκατανομή της δυστυχίας, της φτώχειας, της ανεργίας, της αδυναμίας.
Τι συμβαίνει άραγε; Ο λύκος βολεύτηκε στο ρόλο της γιαγιάς και η κοκκινοσκουφίτσα ανοίγει καζίνο αξιοποιώντας την ανθρωποφάγο εμπειρία του;
Η επιστροφή των ζωντανών νεκρών
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα σημερινά φαινόμενα είναι ανάγκη να προσεγγίσουμε τα αίτια και τις εκφάνσεις της κρίσης ξεκινώντας από μια βασική διαπίστωση: Η οικονομική κρίση η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη δεν είναι φυσικό φαινόμενο, δεν εκτυλίσσεται στον κενό χώρο κάποιας οικονομίας διαχωρισμένης από το σύνθετο όλο των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών συσχετισμών που συνθέτουν τις σύγχρονες κοινωνίες.
Και αν οι πολιτικές αποφάσεις επηρεάζουν την κατεύθυνση, τις μορφές διάχυσης και την ένταση της κρίσης, τότε οι πολιτικές που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις και ενίσχυσαν – καθώς και εκείνες που επιχειρούν να ανασχέσουν ή να αντιστρέψουν – τη δυναμική της κρίσης συνθέτουν την εικόνα με τα χαρακτηριστικά της. Διότι, αν η κρίση «αποκαλύφθηκε» με τα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα που επιχειρούσαν να συγκαλύψουν την κατολίσθηση των subprimes, οι διαδοχικές απόπειρες «διεξόδου» υιοθετούν και πάλι την ίδια προσέγγιση: τη «μικρο-μηχανική» και την «αποδοτικότητα» της μεθόδου που θα επιχειρήσει το «καθάρισμα» των τοξικών παγίων των τραπεζών.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα υπάρχει εξαιρετική στρατηγική συνέχεια στη διαμόρφωση των πολιτικών από το πρώτο σχέδιο Paulson της εποχής Bush έως το σημερινό σχέδιο Geithner: η διαφορά έγκειται μόνο στη δοσολογία της συμμετοχής του δημοσίου στην εξαγορά των «τοξικών» και στην πίστη για την αποτελεσματικότητα των αγορών να διασφαλίσουν μια «λογική» τιμή για τον περιορισμό των επενδυτικών απωλειών από τη χρηματοπιστωτική φούσκα. Υπό αυτή την έννοια έχει απόλυτο δίκιο ο παλιός σύμβουλος του Μιτεράν, Ζακ Αταλί, όταν επισημαίνει ότι «θα μπορούσε κανείς σχεδόν να συγκρίνει τη σύνοδο κορυφής του Λονδίνου με μια συνάντηση των “ανώνυμων αλκοολικών” σε wine bar. Γιατί όπως αποδεικνύεται το σχέδιο Geithner επαναλαμβάνει τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην κρίση επιτρέποντας στα διάφορα funds να κερδοσκοπήσουν με την ισχυρότατη μόχλευση του δημοσίου».
Ενώ το σχέδιο Paulson ήθελε να μεταφέρει σε ονομαστικές τιμές τα τοξικά των τραπεζών σε μια κρατική bad bank για να βρει μελλοντικά αγοραστές, στο σχέδιο Geithner τα τοξικά αγοράζονται με ΣΔΙΤ (90% Αμερικανικό Δημόσιο / 10% ιδιωτικά funds), με προοπτική να «αξιοποιηθούν» μελλοντικά σε δευτερογενείς αγορές. Διότι όπως προκύπτει από αυτή τη θεμελιακή οικονομική κίνηση της νέας κυβέρνησης, δεν θεωρείται ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει πρόβλημα αλλά μόνο η «ψυχολογία» των αγορών, που αποζητούν εμπιστοσύνη και κρατική στήριξη. Τα τοξικά τραπεζικά χαρτοφυλάκια αποτελούν κατ’ αυτήν «παραγνωρισμένες» μελλοντικές αξίες, οπότε αρκεί να βοηθήσει το κράτος σε μια ορθή «προεξόφλησή» τους.
Και αν αποδειχθεί ορθή αυτή η εκτίμηση, τότε στο μέλλον το ιδιωτικό fund θα εξαγοράσει τη συμμετοχή του Δημοσίου με κάποιο mark up για να καρπωθεί στο ακέραιο το κέρδος, ενώ αν η ελπίδα αποδειχθεί φρούδα τότε οι απώλειες θα βαρύνουν σχεδόν αποκλειστικά το Δημόσιο. Κορώνα – κερδίζω, γράμματα – χάνεις, όπως σωστά επισημαίνει ο Krugman.
Αν οι αγορές «δημιούργησαν» το πρόβλημα, ας το επιλύσουν πάλι οι ίδιες με το αζημίωτο φυσικά, τη μόχλευση του Δημοσίου. Γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχει το κράτος; Να διασφαλίζει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, εν προκειμένω με την κοινωνικοποίηση των ζημιών. Διότι η κοινωνία εγκαθιδρύεται, αναπαράγεται και αναπτύσσεται μέσα από την κυριαρχία της παντοδύναμης σχέσης του κεφαλαίου.
Ο δρόμος για την κόλαση
Και ενώ οι ΗΠΑ – έστω αντιφατικά – αναζητούν νέες διεξόδους με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική χωρίς να διαταράσσουν τις παραμέτρους που βρίσκονται στη ρίζα της κρίσης, η «παλιά Ευρώπη» το ίδιο αντιφατικά εμμένει στην αντιστροφή του αμερικανικού πρόσημου, με την «επανίδρυση του καπιταλισμού» του Σαρκοζί, αλλά και πολιτικές που στηρίζονται στην υπόθεση ότι τα αίτια της κρίσης εντοπίζονται αποκλειστικά στη χρηματοπιστωτική σφαίρα.
Ρύθμιση της χρηματοπιστωτικής (ΧΠ) σφαίρας και περιορισμό του offshoring πριμοδοτούν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις με δεδομένο βέβαια ότι στην Ευρώπη οι πιο μεγάλες Τράπεζες βρίσκονται εκτός ΕΕ (κυρίως στην Ελβετία), όπως άλλωστε και ο πυρήνας των offshore δραστηριοτήτων. Με στόχο να παραμείνουν οι κανόνες τραπεζικής λειτουργίας αυτοί που είναι, να αποτιμάται κάθε οικονομική δραστηριότητα (του κάθε κράτους, της κάθε επιχείρησης κ.ο.κ.) με βάση το «διεθνή χάρτη αποδόσεων» που έχει εγκαθιδρύσει η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση (πρώτα απ’ όλα της ΧΠ σφαίρας) και βασικό κανόνα να κρίνονται και να επικυρώνονται όλα από και στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Και ταυτόχρονα εμμένουν στον περιορισμό της δημοσιονομικής επέκτασης και στις τοπικές-κρατικές παρεμβάσεις, μιας και οι αγορές μπορεί να είναι παγκοσμιοποιημένες αλλά τα δημόσια οικονομικά όχι. Με μόνο υπερεθνικό περιορισμό τον «μαγικό κανόνα» του Συμφώνου Σταθερότητας του 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα και του 60% για το δημόσιο χρέος, που φροντίζει ακριβώς για τον περιορισμό του «σπάταλου» κράτους. Έναν στόχο που μπορεί φυσικά να επιτευχθεί μόνο με μείωση των ελαστικών (κοινωνικών) δαπανών και των δημόσιων επενδύσεων και επιλεκτική αύξηση των φόρων κυρίως σε εκείνους που είναι εξ ορισμού στην αδύνατη πλευρά του μοχλού. Ενώ οι όποιες υπερβάσεις πρέπει αυστηρά να είναι προσωρινού χαρακτήρα με ταχεία επιστροφή στη «δημοσιονομική πειθαρχία» ανεξάρτητα από την έκβαση της κρίσης, όπως αόκνως επαναλαμβάνει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ουδείς βέβαια κάνει τον κόπο να ρίξει μια ματιά στα στοιχεία που σε πείσμα των νεοφιλελεύθερων κελευσμάτων δείχνουν πως η «παγίδα ρευστότητας» είναι εδώ: οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, και βασικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ισπανία κλπ.) έχουν ήδη αρνητικούς πληθωρισμούς, οι ρυθμοί μεγέθυνσης αγγίζουν αρνητικά ρεκόρ (-4%, -6%, διψήφια μεγέθη για την Ιαπωνία, κ.ο.κ.), η εμπιστοσύνη κλονίζεται, η τραπεζική πίστη υποχωρεί, η παραγωγή συρρικνώνεται.
Γιατί ο στόχος είναι να αφεθεί η αγορά να λύσει «δημιουργικά» την κρίση, ξεδιπλώνοντας την εκκαθαριστική λειτουργία της. Γιατί όπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο Τσέχος πρωθυπουργός και προεδρεύων της ΕΕ, και προσυπέγραψαν όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες και αναμορφωτές του καπιταλισμού, η δημοσιονομική επέκταση για ενίσχυση της ζήτησης και ανάκαμψη αλά Obama, συνθέτουν το «δρόμο για την κόλαση».
Νεοφιλελεύθερη εκκαθάριση
Οπότε γεννάται εύλογα το ερώτημα: Τι επιδιώκει η πολιτική της ΕΕ στην κρίση; Γιατί αποστρέφει το βλέμμα με αγανάκτηση από την προοπτική μίας πιο ενεργού παρέμβασης στην παρούσα συγκυρία; Γιατί αποστρέφονται οι ιθύνοντες της ΕΕ με τέτοια εμμονή μια ενδεχόμενη κοινή Ευρωπαϊκή παρέμβαση στη σχέση των κρατών με τους δανειστές τους, με την έκδοση του ευρωομολόγου;
Η απάντηση είναι απλή και σύνθετη ταυτόχρονα. Ο χρυσός κανόνας συνίσταται στην αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των αγορών στην κρίση: η άσκηση εθνικής πολιτικής υπάγεται σε περιορισμούς, που προκύπτουν από την πίεση των αγορών πάνω στις πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων της ευρωζώνης.
Το συμφέρον της κοινωνίας εξακολουθεί να ταυτίζεται με το συμφέρον της σχέσης του κεφαλαίου. Τα υψηλά εισοδήματα και τα εταιρικά κέρδη εξακολουθούν να συνιστούν την πολιτική σημαία της διεξόδου, γι’ αυτό και δεν πρέπει να καταβαραθρωθούν από τη φορολογία του «σπάταλου» κράτους. Ο κόσμος της εργασίας πρέπει να ενστερνιστεί τις «μεταρρυθμίσεις» και τις μειώσεις του εισοδήματος ως «μονόδρομο» για την ανάκαμψη και την κοινωνική ευημερία. Και η κρατική διαχείριση που δεν στοιχίζεται πίσω από αυτό το δόγμα οφείλει να νοιώσει καυτή πάνω της την ανάσα των αγορών που αξιολογούν τα πεπραγμένα της και χρηματοδοτούν πολιτικές με αυτό το γνώμονα και μόνο.
Ο δρόμος για το τέλος του τούνελ, η στενωπός που διανοίγεται για τη διέξοδο από την κρίση είναι στρωμένος με όλες τις εκφάνσεις της εκκαθάρισης: λιτότητα, ανεργία, πτώση εισοδημάτων, φτώχεια και απώλειες ασφαλιστικών ταμείων, χρεοκοπίες κρατών, κλπ., προκειμένου να μπορέσει να ξεκινήσει ο νέος δημιουργικός κύκλος συσσώρευσης κεφαλαίου απαλλαγμένος από τα βαρίδια του παρελθόντος.
Η λιτότητα είναι μια χρήσιμη πολιτική
Η κρατική διαχείριση στην ΕΕ επιμένει στο δόγμα ότι το πρώτο που διασώζεται στην κρίση είναι το κεφάλαιο: η ανάκαμψη προϋποθέτει φοροελαφρύνσεις (όπως φοροελαφρύνσεις απαιτούσε και η ανάπτυξη, πριν την κρίση), ενώ στη θέση της αναγκαίας δημοσιονομικής επέκτασης μπαίνει η υποτιθέμενη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Μία πολιτική η οποία βαθαίνει την κρίση τόσο στις κοινωνίες της Ευρώπης όσο και παγκόσμια και συνδυάζεται με περαιτέρω επιδείνωση του συσχετισμού δύναμης εις βάρος της εργασίας: κάθε κράτος-μέλος θα τα βγάλει πέρα μόνο του χωρίς άνοδο του χρέους και των ελλειμμάτων αλλά με την εύκολη διέξοδο, τη συμπίεση της εργασίας, δηλαδή της «ιδιωτικής» κατανάλωσης των από κάτω. Από την άλλη, η «δημόσια» κατανάλωση των από πάνω ευημερεί, μιας και το κράτος χρηματοδοτεί τις τράπεζες για να παραμείνουν ιδιωτικές. Ενώ δεν κάνει το ίδιο με τα ασφαλιστικά συστήματα (που καταρρέουν από την «κερδοσκοπική» μείωση της αξίας των τίτλων, στους οποίους τα ανάγκασαν να «επενδύσουν» για τη δόξα των αγορών), ή τα δημόσια συστήματα υγείας και παιδείας, ή τα επιδόματα ανεργίας και η διάρκειά τους, κλπ. κλπ. Διότι μια διαφορετικού προσανατολισμού χρηματοδότηση θα παρέπεμπε ευθέως σε πολιτικές που οργανώνουν μία οικονομία με κριτήριο τις ανάγκες των πολλών, και όχι με πλαστικές εγχειρήσεις του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος για την υπεράσπιση των κερδών.
Οι πολιτικές «ανάκαμψης» στην κρίση προκρίνουν τη μια και μόνη «διέξοδο»: την εργασία λάστιχο, τους μισθούς φτώχειας, την εργασιακή ανασφάλεια, τις ιδιωτικοποιήσεις και την υπόσχεση του πιο επαχθούς δανεισμού στο μέλλον για την ικανοποίηση των αναγκών. Αυτό που κατ’ ευφημισμό ονομάστηκε δημοσιονομική αυστηρότητα, προσαρμογή με διαρκή ορίζοντα λιτότητας, υιοθετεί βέβαια ταυτόχρονα απίστευτες σπατάλες:
· για εξωφρενικά εξοπλιστικά προγράμματα, με πρόσχημα το επικείμενο πάντοτε προβλέψιμο «θερμό καλοκαίρι» και τις «προκλήσεις» των γειτόνων μας,
· για τις προφανώς «αναγκαίες» επενδύσεις στη «δημόσια ασφάλεια» η οποία ευλόγως δεν υπόκειται στους περιορισμούς των κοινωνικών δαπανών,
· για την προώθηση μόνον εκείνων των υποδομών υγείας από τις οποίες έχουν κάτι να κερδίσουν οι διαμεσολαβητές του κεφαλαίου και όχι η δημόσια υγεία ως κοινωνικό αγαθό,
· για τη χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος που είναι ο «πνεύμων» μιας οικονομίας που συρρικνώνεται από τον περιορισμό της πάσης φύσεως κατανάλωσης,
· για να απορυθμίσει όλες τις αγορές με προεξάρχουσα την αγορά εργασίας προκειμένου να διασφαλίσει την πολυπόθητη ελαστικότητα,
· για να διασφαλίσει ότι οι αγορές θα ευημερούν εφόσον θα δανείζουν ακριβά σε όσους δεν κατορθώνουν να επιβάλουν το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την πρωτοκαθεδρία τους.
Διότι στην ελεύθερη οικονομία και τις παγκοσμιοποιημένες αγορές ζητούμενο είναι τελικά, μέσω της δημοσιονομικής πειθαρχίας, να επιδράσουν τα μέτρα κυκλικά στην κρίση προκειμένου να συμβάλλουν στο ξεπέρασμά της εντείνοντας την εκκαθαριστική λειτουργία της και καταστρέφοντας ό,τι αδυνατεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη. Είναι καιρός να συνειδητοποιήσει πρώτη η εργασία ότι αν ενδιαφέρεται για το μέλλον «του τόπου», οφείλει αντί να αγωνίζεται κοντόφθαλμα για εισοδήματα πάνω από το όριο εξαθλίωσης, να συμβάλει και αυτή με συγκράτηση και αυτοπεριορισμό στο ξεκίνημα ενός νέου δημιουργικού κύκλου συσσώρευσης του κεφαλαίου, της μοναδικής δημιουργικής δύναμης στην κοινωνία...
Ο ανταγωνισμός είναι πυξίδα διεξόδου
Η κρίση που εκδηλώθηκε στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και εξελίχθηκε σε συστημική αγγίζοντας πλέον τον πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, ως συνεκτικής οικονομικής-κοινωνικής και πολιτικής ρύθμισης η οποία κυριαρχεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, έπληξε το κέντρο του νεοφιλελευθερισμού, τις αγορές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας που ως κόμβοι του συνολικού συστήματος τελικά συνέτειναν στην απορύθμιση και κατάρρευση του συνολικού συστήματος.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι οι δεσπόζουσες δυνάμεις αναγνωρίζοντας τα αίτια της αποτυχίας θα πραγματοποιούσαν κάποιου τύπου ριζική στροφή για να αποκαταστήσουν ορισμένες πάγιες αρχές «υγιούς» αναπαραγωγής του συστήματος, χωρίς βέβαια να θέτουν σε αμφισβήτηση τον πυρήνα του.
Θα περίμενε ίσως ότι θα αναγνωριζόταν η προφανής χρεοκοπία της ιδεολογίας και των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού, ότι οι ιθύνοντες θα έπαυαν να μηρυκάζουν πως το κράτος είναι «κακό επειδή είναι ανίκανο» και οι αγορές «καλές γιατί είναι και ικανές και αποτελεσματικές».
Θα περίμενε τέλος ότι τα κράτη θα αναγνώριζαν ότι δεν είναι πλέον εφικτή η συναίνεση με βάση τις «αρχές της ελεύθερης αγοράς», που επιβάλλει στους εργαζόμενους να επωμίζονται τις «θυσίες της σταθεροποίησης».
Η πραγματικότητα διαψεύδει όμως όλες αυτές τις προσδοκίες. Από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης (κυβερνήσεις και αξιωματικές αντιπολιτεύσεις) προβάλλεται αντί της αλλαγής πολιτικής η «αναγκαιότητα μιας νέας ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος». Ξεχνώντας ότι αυτό ακριβώς ευαγγελίζονταν οι μέχρι σήμερα πολιτικές που προκάλεσαν, ενίσχυσαν και διαιωνίζουν την κρίση: περιορισμός στο ελάχιστο δυνατό των «εποπτικών» δηλαδή των αδρανών κεφαλαίων, μεταφορά των τιτλοποιήσεων σε περιοχές μηδενικού ελέγχου (hedge funds), αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας με όρους κυκλικότητας, με υπερθεματισμό των θετικών όψεων σε ανοδικές περιόδους και σχεδόν υστερική αλλαγή του πρόσημου στην καθοδική φάση. Με αποτέλεσμα να ανοίγουν οι στρόφιγγες του δανεισμού όταν δεν χρειάζεται και να κλείνουν ερμητικά όταν απαιτείται χρηματοδότηση, ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την αστάθεια του συστήματος.
Τέλος έχουμε και το κερασάκι της «κρατικοποίησης» ορισμένων τραπεζών που γίνεται στη βάση των συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών δύναμης στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, ως προσωρινό μέτρο στήριξης της τελευταίας.
Ο θεός εναντίον όλων
Ξαναγυρίζοντας λοιπόν στην αφετηρία θέτουμε πάλι το ερώτημα: Γιατί διαφοροποιούνται οι ΗΠΑ, γιατί προκρίνουν και επιδιώκουν να επιβάλουν στην παρούσα στιγμή μια εκτατική δημοσιονομική πολιτική; Γιατί δεν υιοθετούν την «εθνική αναδίπλωση» που επιλέγουν οι βασικές χώρες της ΕΕ, σπρώχνοντας κάθε χώρα να αντιμετωπίσει την κρίση κάτω από την τυραννία των αγορών που γίνονται ρυθμιστές της πολιτικής τους;
Αν κάτι διαφοροποιεί τις ΗΠΑ, και τους επιτρέπει, στην παρούσα στιγμή, να υιοθετούν «προοδευτικότερες» πολιτικές, αυτό συνδέεται μάλλον με το γεγονός ότι οι πολιτικές αυτές αναπτύσσονται σε διαφορετικό κοινωνικό έδαφος, δηλαδή οι κυρίαρχες τάξεις αισθάνονται πολύ ισχυρότερες στον κοινωνικό ανταγωνισμό με την εργασία, σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους κεφαλαιοκράτες: Οι «μεταρρυθμίσεις» είναι αποδεκτή παντοδύναμη πραγματικότητα, η ελαστικοποίηση και μερικοποίηση της εργασίας καθεστώς και όρος αναπαραγωγής της, ο νεοφιλελευθερισμός εν γένει είναι ακόμα ισχυρός στη συνείδηση της πλειοψηφίας των εργαζομένων, έστω και με καταδίκη των «υπερβολών» του. Έτσι, υπάρχει η πεποίθηση ότι μια συγκυριακή υποχώρηση της παντοδυναμίας των απελευθερωμένων αγορών δεν «ναρκοθετεί» το μέλλον: Οι τράπεζες θα ιδιωτικοποιηθούν ξανά και οι αγορές θα απελευθερωθούν και πάλι μετά την κρίση, όπως μας διαβεβαιώνει άλλωστε και ο κ. Κρούγκμαν. Παράλληλα, στην προσπάθεια επιβεβαίωσης της ηγεμονίας τους, οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η χρηματοδότηση της παγκόσμιας ανάκαμψης μπορεί να αποτελεί μια νέα σημαντική ευκαιρία.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν σχετικά διαφοροποιημένο συσχετισμό δύναμης, στον οποίο οι δυνάμεις της εργασίας δεν έχουν πλήρως και ανενδοίαστα αποδεχθεί το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, η ελαστικότητα δεν αποτελεί όρο ύπαρξής τους, όπου οι νέοι, οι συνταξιούχοι, οι «αδύνατοι» εξακολουθούν να διεκδικούν το αυτονόητο, την άμυνα στην επίθεση του κεφαλαίου και τη μελλοντική ανατροπή των συσχετισμών. Απέναντι σε αυτό τον κίνδυνο, οι κυρίαρχες δυνάμεις στην ΕΕ προσπαθούν αφενός να διαιωνίσουν αλώβητη τη νεοφιλελεύθερη επιτομή της κοινωνίας, αφετέρου να αξιοποιήσουν την κρίση για να μεταθέσουν τα βάρη στις πλάτες της εργασίας.
Η πολιτική της ΕΕ επιδιώκει ενεργά να μετατραπεί η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού σε κινητήριο δύναμη εμβάθυνσής του. Και αν η διάρκεια και η ένταση της κρίσης είναι μέσο εκβιασμού προς την εργασία, τότε η Ευρώπη είναι πρόθυμη να αναφωνήσει: Ζήτω η Κρίση! Και στοχεύοντας στην εκκαθάριση οι ιθύνουσες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, βασίζονται στο ταξικό τους μίσος προς την εργασία και την προσκόλλησή τους στα άμεσα συμφέροντα του κεφαλαίου για να προκρίνουν τη «νέα» πολιτική. Επιμένουν στην πάγια «αντιπληθωριστική» πολιτική μέσα στην «παγίδα ρευστότητας», δηλαδή σε μια οικονομική συγκυρία αποπληθωρισμού: στον περιορισμό των δημοσίων δαπανών, στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στα ασφαλιστικά ταμεία που αξιοποιούν τα αποθεματικά τους σε τοξικά προϊόντα, στην παιδεία που χρηματοδοτείται απευθείας από τις επιχειρήσεις, στην πρωτοκαθεδρία των χρηματαγορών πάνω στην παραγωγή, στην υπαγωγή όλων των κοινωνικών αναγκών στην αίρεση της επαρκούς υπεραξίωσης των κεφαλαίων. Δηλώνεται, ότι ο θεός του ανταγωνισμού πρέπει να λατρεύεται πλέον παντού, ως μέτρο των κοινωνικών αξιών, διαμεσολαβητής ενός νέου κοινωνικού δαρβινισμού επιβίωσης του ισχυρότερου.
Είναι ποτέ δυνατό οι δυνάμεις της εργασίας να αποτελέσουν μέρος αυτής της απόπειρας «νέας ρύθμισης», που υπονομεύει ακόμη και την ίδια την ύπαρξή τους; Είναι διανοητό να επιλέξουν τον καλύτερο ή συμπαθέστερο δήμιο; Είναι σκόπιμο να ερμηνεύσουν την κρίση ως απλή δυνατότητα αναδίπλωσης και άμυνας «κεκτημένων»; Όταν μάλιστα η κρίση τούς παρέχει για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες τη δυνατότητα να παρέμβουν για να αλλάξουν τον συσχετισμό δύναμης και να επιβάλουν λύσεις που διασφαλίζουν τα δικά τους συμφέροντα απέναντι στο κεφάλαιο;
Είναι φανερό ότι στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, είναι εξαιρετικά άμεση η αναγκαιότητα να αποσυνδεθούν οι κοινωνικές ανάγκες από τις εμπορεύσιμες αξίες, να αναδειχθεί επιτακτικά η στρατηγική οργάνωσης των κοινωνιών με γνώμονα την ελευθερία ικανοποίησης των αναγκών, να απορριφθεί ο διαρκής ψυχαναγκασμός της κερδοφορίας ως συνθήκης ύπαρξης και διαιώνισης της ζωής των πραγματικών ανθρώπων.
Είναι επιτακτική ανάγκη να αποκαλυφθεί ότι ο παντοδύναμος θεός του πανταχού παρόντος ανταγωνισμού δεν είναι παρά άλλο ένα ξόανο από αυτά που σαπίζουν στις αποθήκες της ιστορίας.
Έπεται το δοκίμιο του Δημήτρη Μπελαντή, ΚΚΕ, εξεγέρσεις και «αστική-δημοκρατική» νομιμότητα, το οποίο, με αφορμή την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008, επιχειρεί μια κομμουνιστική κριτική στην πολιτική τακτική του ΚΚΕ από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Στη συνέχεια της ύλης του τεύχους, ο Darko Suvin, με τη μελέτη του Η μετανάστευση στην Ευρώπη σήμερα: Απαρτχάιντ ή πολιτική συγκατοίκηση; επισκοπεί τη διεθνή συζήτηση πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης και εστιάζει κυρίως στο πρόβλημα της ένταξης, των δικαιωμάτων στην πόλη και της συγκατοίκησης των μεταναστών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Οι Barbara Hahn και Peter Schöttler (Μια σκέψη στα όρια) εξετάζουν τη θεωρητική και πολιτική παρέμβαση του Λουί Αλτουσέρ, δίνοντας έμφαση στις εντάσεις μεταξύ σκέψης και γραφής, γραφής και δημοσίευσης, δημοσίευσης και αναθεώρησης.
Η Τζίνα Πολίτη («Γουρουνίσια μάζα» κατά «πλήθους χρυσών ναρκίσσων») αναφέρεται στις αναπαραστάσεις των μαζών που διαμορφώνει κατά την ιστορική εξέλιξη η λογοτεχνία, αλλά και το ψυχολογικό δοκίμιο, και εξετάζει τα ιδεολογικά περιεχόμενα και τα πολιτικά ζητούμενα που αντανακλούν οι αναπαραστάσεις αυτές.
Η ύλη του τεύχους ολοκληρώνεται με την προδημοσίευση του κριτικού Προλόγου που συνέγραψε ο Γιάννης Μηλιός για το υπό έκδοση βιβλίο του Γ. Δ. Ζιούτου: Το διεθνές εργατικό κίνημα στον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα: Γ. Δ. Ζιούτος: Το εκρηκτικό θεωρητικό και πολιτικό περιεχόμενο μιας «σιωπηλής» παρουσίας.
ΓΡΑΦΤΕΙΤΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ: Αν επιθυμείτε να λαμβάνετε ταχυδρομικά το περιοδικό, στείλτε με ταχυδρομική επιταγή 25€ (συνδρομή για 1 χρόνο – για το εξωτερικό 33€) στη διεύθυνση: Κώστα Σβόλη, εκδ. Νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα.
EDITORIAL
THE BIG CRUNCH
Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ
Μεταμφιέσεις
Ξαφνικά, χωρίς την παραμικρή αλλαγή στους συσχετισμούς και τα αίτια που προκάλεσαν και συντηρούν την κρίση, άρχισε να διαδίδεται ως άλλο ωστικό κύμα η «αισιοδοξία» στις αγορές, η ανοδική τάση στις τιμές των μετοχών, η πίστη στη «μεταρρύθμιση» του συστήματος. Και ταυτόχρονα χωρίς την ελάχιστη ανάγκη για στοιχειώδη κάλυψη της αντίφασης δηλώνεται απερίφραστα ότι η «ανάκαμψη» δεν δικαιολογεί εφησυχασμό, η «αποκατάσταση» των αγορών δεν συνεπάγεται και επιστροφή στην παλιά «ευδαιμονία», ότι ο θαυμαστός νέος κόσμος θα έχει μάλλον κάτι από τα υλικά του εργασιακού μεσαίωνα που με τόση συνέπεια ευαγγελίζεται.
Αν πριν την κρίση απαιτείτο «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, «κινητικότητα» των «δύσκαμπτων συντελεστών παραγωγής», «προσαρμοστικότητα» στις επιταγές του ανταγωνισμού, τώρα που διαφαίνεται (;) φως στην άκρη του τούνελ δεν πρέπει να ξεχαστούμε και να πάρουμε στα σοβαρά τα στοιχεία κριτικής που ηχηρά διαπερνούσαν τις αναλύσεις για τα αίτια και τις προτάσεις διεξόδου από την κρίση. Αυτό που σήμερα μετά τη σύνοδο των G20 μπορούμε να προσδοκούμε είναι ο τετραγωνισμός του κύκλου, δηλαδή «μια παγκόσμια οικονομία βασισμένη στις αρχές της αγοράς, αποτελεσματική ρύθμιση και ισχυρούς παγκόσμιους θεσμούς».
Ενώ έως σήμερα ως γνωστόν τις τύχες της παγκόσμιας οικονομίας καθόριζαν οι αρχές του κολεκτιβισμού, κρατών που εφάρμοζαν απαρέγκλιτα τον προστατευτισμό σε μια θεσμική έρημο όπου κυριαρχούσαν οι διμερείς συμφωνίες, σε ένα παγκόσμιο στερέωμα χωρίς δεσπόζοντα πόλο.
Αν όμως στη διαμόρφωση της πυξίδας που θα καθορίσει τη μακρά γραμμή πλεύσης «επιβεβαιώνονται» με πανηγυρική ομοφωνία οι αρχές που προκάλεσαν την κρίση, οι οποίες επιλύουν το ζητούμενο δια του αγνώστου, στα άμεσα πρακτικά επακόλουθα της συγκεκριμένης πολιτικής, που οφείλει να υιοθετηθεί στο παρόν, υπάρχει διάσταση απόψεων.
Οι μητροπόλεις του νεοφιλελευθερισμού που αντιμετωπίζουν σε προχωρημένη μορφή τα συντρίμμια των παιχνιδιών του κεφαλαίου, οι ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό η Βρετανία, προκρίνουν «μια χωρίς προηγούμενο δημοσιονομική επέκταση που θα σώσει ή θα δημιουργήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας οι οποίες σε αντίθετη περίπτωση θα καταστρέφονταν, ύψους 5 τρις δολαρίων έως το τέλος του επόμενου έτους, η οποία θα αυξήσει την εκροή κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες και θα επιταχύνει τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία».
Ενώ αντίθετα η «παλιά Ευρώπη», άλλοτε προπύργιο του κοινωνικού κράτους, σε αντιδιαστολή με την «κοινωνική λεοντή» των άλλων, εμφανίζει την απόλυτη δομική σταθερότητα στις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές επιλογές: δημοσιονομική περιστολή, ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, περιορισμένες και στοχευμένες ενέσεις ρευστότητας στο δοκιμαζόμενο κεφάλαιο, κοινωνική αλληλεγγύη προς τα κάτω με ισοκατανομή της δυστυχίας, της φτώχειας, της ανεργίας, της αδυναμίας.
Τι συμβαίνει άραγε; Ο λύκος βολεύτηκε στο ρόλο της γιαγιάς και η κοκκινοσκουφίτσα ανοίγει καζίνο αξιοποιώντας την ανθρωποφάγο εμπειρία του;
Η επιστροφή των ζωντανών νεκρών
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα σημερινά φαινόμενα είναι ανάγκη να προσεγγίσουμε τα αίτια και τις εκφάνσεις της κρίσης ξεκινώντας από μια βασική διαπίστωση: Η οικονομική κρίση η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη δεν είναι φυσικό φαινόμενο, δεν εκτυλίσσεται στον κενό χώρο κάποιας οικονομίας διαχωρισμένης από το σύνθετο όλο των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών συσχετισμών που συνθέτουν τις σύγχρονες κοινωνίες.
Και αν οι πολιτικές αποφάσεις επηρεάζουν την κατεύθυνση, τις μορφές διάχυσης και την ένταση της κρίσης, τότε οι πολιτικές που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις και ενίσχυσαν – καθώς και εκείνες που επιχειρούν να ανασχέσουν ή να αντιστρέψουν – τη δυναμική της κρίσης συνθέτουν την εικόνα με τα χαρακτηριστικά της. Διότι, αν η κρίση «αποκαλύφθηκε» με τα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα που επιχειρούσαν να συγκαλύψουν την κατολίσθηση των subprimes, οι διαδοχικές απόπειρες «διεξόδου» υιοθετούν και πάλι την ίδια προσέγγιση: τη «μικρο-μηχανική» και την «αποδοτικότητα» της μεθόδου που θα επιχειρήσει το «καθάρισμα» των τοξικών παγίων των τραπεζών.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα υπάρχει εξαιρετική στρατηγική συνέχεια στη διαμόρφωση των πολιτικών από το πρώτο σχέδιο Paulson της εποχής Bush έως το σημερινό σχέδιο Geithner: η διαφορά έγκειται μόνο στη δοσολογία της συμμετοχής του δημοσίου στην εξαγορά των «τοξικών» και στην πίστη για την αποτελεσματικότητα των αγορών να διασφαλίσουν μια «λογική» τιμή για τον περιορισμό των επενδυτικών απωλειών από τη χρηματοπιστωτική φούσκα. Υπό αυτή την έννοια έχει απόλυτο δίκιο ο παλιός σύμβουλος του Μιτεράν, Ζακ Αταλί, όταν επισημαίνει ότι «θα μπορούσε κανείς σχεδόν να συγκρίνει τη σύνοδο κορυφής του Λονδίνου με μια συνάντηση των “ανώνυμων αλκοολικών” σε wine bar. Γιατί όπως αποδεικνύεται το σχέδιο Geithner επαναλαμβάνει τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην κρίση επιτρέποντας στα διάφορα funds να κερδοσκοπήσουν με την ισχυρότατη μόχλευση του δημοσίου».
Ενώ το σχέδιο Paulson ήθελε να μεταφέρει σε ονομαστικές τιμές τα τοξικά των τραπεζών σε μια κρατική bad bank για να βρει μελλοντικά αγοραστές, στο σχέδιο Geithner τα τοξικά αγοράζονται με ΣΔΙΤ (90% Αμερικανικό Δημόσιο / 10% ιδιωτικά funds), με προοπτική να «αξιοποιηθούν» μελλοντικά σε δευτερογενείς αγορές. Διότι όπως προκύπτει από αυτή τη θεμελιακή οικονομική κίνηση της νέας κυβέρνησης, δεν θεωρείται ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει πρόβλημα αλλά μόνο η «ψυχολογία» των αγορών, που αποζητούν εμπιστοσύνη και κρατική στήριξη. Τα τοξικά τραπεζικά χαρτοφυλάκια αποτελούν κατ’ αυτήν «παραγνωρισμένες» μελλοντικές αξίες, οπότε αρκεί να βοηθήσει το κράτος σε μια ορθή «προεξόφλησή» τους.
Και αν αποδειχθεί ορθή αυτή η εκτίμηση, τότε στο μέλλον το ιδιωτικό fund θα εξαγοράσει τη συμμετοχή του Δημοσίου με κάποιο mark up για να καρπωθεί στο ακέραιο το κέρδος, ενώ αν η ελπίδα αποδειχθεί φρούδα τότε οι απώλειες θα βαρύνουν σχεδόν αποκλειστικά το Δημόσιο. Κορώνα – κερδίζω, γράμματα – χάνεις, όπως σωστά επισημαίνει ο Krugman.
Αν οι αγορές «δημιούργησαν» το πρόβλημα, ας το επιλύσουν πάλι οι ίδιες με το αζημίωτο φυσικά, τη μόχλευση του Δημοσίου. Γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχει το κράτος; Να διασφαλίζει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, εν προκειμένω με την κοινωνικοποίηση των ζημιών. Διότι η κοινωνία εγκαθιδρύεται, αναπαράγεται και αναπτύσσεται μέσα από την κυριαρχία της παντοδύναμης σχέσης του κεφαλαίου.
Ο δρόμος για την κόλαση
Και ενώ οι ΗΠΑ – έστω αντιφατικά – αναζητούν νέες διεξόδους με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική χωρίς να διαταράσσουν τις παραμέτρους που βρίσκονται στη ρίζα της κρίσης, η «παλιά Ευρώπη» το ίδιο αντιφατικά εμμένει στην αντιστροφή του αμερικανικού πρόσημου, με την «επανίδρυση του καπιταλισμού» του Σαρκοζί, αλλά και πολιτικές που στηρίζονται στην υπόθεση ότι τα αίτια της κρίσης εντοπίζονται αποκλειστικά στη χρηματοπιστωτική σφαίρα.
Ρύθμιση της χρηματοπιστωτικής (ΧΠ) σφαίρας και περιορισμό του offshoring πριμοδοτούν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις με δεδομένο βέβαια ότι στην Ευρώπη οι πιο μεγάλες Τράπεζες βρίσκονται εκτός ΕΕ (κυρίως στην Ελβετία), όπως άλλωστε και ο πυρήνας των offshore δραστηριοτήτων. Με στόχο να παραμείνουν οι κανόνες τραπεζικής λειτουργίας αυτοί που είναι, να αποτιμάται κάθε οικονομική δραστηριότητα (του κάθε κράτους, της κάθε επιχείρησης κ.ο.κ.) με βάση το «διεθνή χάρτη αποδόσεων» που έχει εγκαθιδρύσει η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση (πρώτα απ’ όλα της ΧΠ σφαίρας) και βασικό κανόνα να κρίνονται και να επικυρώνονται όλα από και στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Και ταυτόχρονα εμμένουν στον περιορισμό της δημοσιονομικής επέκτασης και στις τοπικές-κρατικές παρεμβάσεις, μιας και οι αγορές μπορεί να είναι παγκοσμιοποιημένες αλλά τα δημόσια οικονομικά όχι. Με μόνο υπερεθνικό περιορισμό τον «μαγικό κανόνα» του Συμφώνου Σταθερότητας του 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα και του 60% για το δημόσιο χρέος, που φροντίζει ακριβώς για τον περιορισμό του «σπάταλου» κράτους. Έναν στόχο που μπορεί φυσικά να επιτευχθεί μόνο με μείωση των ελαστικών (κοινωνικών) δαπανών και των δημόσιων επενδύσεων και επιλεκτική αύξηση των φόρων κυρίως σε εκείνους που είναι εξ ορισμού στην αδύνατη πλευρά του μοχλού. Ενώ οι όποιες υπερβάσεις πρέπει αυστηρά να είναι προσωρινού χαρακτήρα με ταχεία επιστροφή στη «δημοσιονομική πειθαρχία» ανεξάρτητα από την έκβαση της κρίσης, όπως αόκνως επαναλαμβάνει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ουδείς βέβαια κάνει τον κόπο να ρίξει μια ματιά στα στοιχεία που σε πείσμα των νεοφιλελεύθερων κελευσμάτων δείχνουν πως η «παγίδα ρευστότητας» είναι εδώ: οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, και βασικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ισπανία κλπ.) έχουν ήδη αρνητικούς πληθωρισμούς, οι ρυθμοί μεγέθυνσης αγγίζουν αρνητικά ρεκόρ (-4%, -6%, διψήφια μεγέθη για την Ιαπωνία, κ.ο.κ.), η εμπιστοσύνη κλονίζεται, η τραπεζική πίστη υποχωρεί, η παραγωγή συρρικνώνεται.
Γιατί ο στόχος είναι να αφεθεί η αγορά να λύσει «δημιουργικά» την κρίση, ξεδιπλώνοντας την εκκαθαριστική λειτουργία της. Γιατί όπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο Τσέχος πρωθυπουργός και προεδρεύων της ΕΕ, και προσυπέγραψαν όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες και αναμορφωτές του καπιταλισμού, η δημοσιονομική επέκταση για ενίσχυση της ζήτησης και ανάκαμψη αλά Obama, συνθέτουν το «δρόμο για την κόλαση».
Νεοφιλελεύθερη εκκαθάριση
Οπότε γεννάται εύλογα το ερώτημα: Τι επιδιώκει η πολιτική της ΕΕ στην κρίση; Γιατί αποστρέφει το βλέμμα με αγανάκτηση από την προοπτική μίας πιο ενεργού παρέμβασης στην παρούσα συγκυρία; Γιατί αποστρέφονται οι ιθύνοντες της ΕΕ με τέτοια εμμονή μια ενδεχόμενη κοινή Ευρωπαϊκή παρέμβαση στη σχέση των κρατών με τους δανειστές τους, με την έκδοση του ευρωομολόγου;
Η απάντηση είναι απλή και σύνθετη ταυτόχρονα. Ο χρυσός κανόνας συνίσταται στην αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των αγορών στην κρίση: η άσκηση εθνικής πολιτικής υπάγεται σε περιορισμούς, που προκύπτουν από την πίεση των αγορών πάνω στις πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων της ευρωζώνης.
Το συμφέρον της κοινωνίας εξακολουθεί να ταυτίζεται με το συμφέρον της σχέσης του κεφαλαίου. Τα υψηλά εισοδήματα και τα εταιρικά κέρδη εξακολουθούν να συνιστούν την πολιτική σημαία της διεξόδου, γι’ αυτό και δεν πρέπει να καταβαραθρωθούν από τη φορολογία του «σπάταλου» κράτους. Ο κόσμος της εργασίας πρέπει να ενστερνιστεί τις «μεταρρυθμίσεις» και τις μειώσεις του εισοδήματος ως «μονόδρομο» για την ανάκαμψη και την κοινωνική ευημερία. Και η κρατική διαχείριση που δεν στοιχίζεται πίσω από αυτό το δόγμα οφείλει να νοιώσει καυτή πάνω της την ανάσα των αγορών που αξιολογούν τα πεπραγμένα της και χρηματοδοτούν πολιτικές με αυτό το γνώμονα και μόνο.
Ο δρόμος για το τέλος του τούνελ, η στενωπός που διανοίγεται για τη διέξοδο από την κρίση είναι στρωμένος με όλες τις εκφάνσεις της εκκαθάρισης: λιτότητα, ανεργία, πτώση εισοδημάτων, φτώχεια και απώλειες ασφαλιστικών ταμείων, χρεοκοπίες κρατών, κλπ., προκειμένου να μπορέσει να ξεκινήσει ο νέος δημιουργικός κύκλος συσσώρευσης κεφαλαίου απαλλαγμένος από τα βαρίδια του παρελθόντος.
Η λιτότητα είναι μια χρήσιμη πολιτική
Η κρατική διαχείριση στην ΕΕ επιμένει στο δόγμα ότι το πρώτο που διασώζεται στην κρίση είναι το κεφάλαιο: η ανάκαμψη προϋποθέτει φοροελαφρύνσεις (όπως φοροελαφρύνσεις απαιτούσε και η ανάπτυξη, πριν την κρίση), ενώ στη θέση της αναγκαίας δημοσιονομικής επέκτασης μπαίνει η υποτιθέμενη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Μία πολιτική η οποία βαθαίνει την κρίση τόσο στις κοινωνίες της Ευρώπης όσο και παγκόσμια και συνδυάζεται με περαιτέρω επιδείνωση του συσχετισμού δύναμης εις βάρος της εργασίας: κάθε κράτος-μέλος θα τα βγάλει πέρα μόνο του χωρίς άνοδο του χρέους και των ελλειμμάτων αλλά με την εύκολη διέξοδο, τη συμπίεση της εργασίας, δηλαδή της «ιδιωτικής» κατανάλωσης των από κάτω. Από την άλλη, η «δημόσια» κατανάλωση των από πάνω ευημερεί, μιας και το κράτος χρηματοδοτεί τις τράπεζες για να παραμείνουν ιδιωτικές. Ενώ δεν κάνει το ίδιο με τα ασφαλιστικά συστήματα (που καταρρέουν από την «κερδοσκοπική» μείωση της αξίας των τίτλων, στους οποίους τα ανάγκασαν να «επενδύσουν» για τη δόξα των αγορών), ή τα δημόσια συστήματα υγείας και παιδείας, ή τα επιδόματα ανεργίας και η διάρκειά τους, κλπ. κλπ. Διότι μια διαφορετικού προσανατολισμού χρηματοδότηση θα παρέπεμπε ευθέως σε πολιτικές που οργανώνουν μία οικονομία με κριτήριο τις ανάγκες των πολλών, και όχι με πλαστικές εγχειρήσεις του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος για την υπεράσπιση των κερδών.
Οι πολιτικές «ανάκαμψης» στην κρίση προκρίνουν τη μια και μόνη «διέξοδο»: την εργασία λάστιχο, τους μισθούς φτώχειας, την εργασιακή ανασφάλεια, τις ιδιωτικοποιήσεις και την υπόσχεση του πιο επαχθούς δανεισμού στο μέλλον για την ικανοποίηση των αναγκών. Αυτό που κατ’ ευφημισμό ονομάστηκε δημοσιονομική αυστηρότητα, προσαρμογή με διαρκή ορίζοντα λιτότητας, υιοθετεί βέβαια ταυτόχρονα απίστευτες σπατάλες:
· για εξωφρενικά εξοπλιστικά προγράμματα, με πρόσχημα το επικείμενο πάντοτε προβλέψιμο «θερμό καλοκαίρι» και τις «προκλήσεις» των γειτόνων μας,
· για τις προφανώς «αναγκαίες» επενδύσεις στη «δημόσια ασφάλεια» η οποία ευλόγως δεν υπόκειται στους περιορισμούς των κοινωνικών δαπανών,
· για την προώθηση μόνον εκείνων των υποδομών υγείας από τις οποίες έχουν κάτι να κερδίσουν οι διαμεσολαβητές του κεφαλαίου και όχι η δημόσια υγεία ως κοινωνικό αγαθό,
· για τη χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος που είναι ο «πνεύμων» μιας οικονομίας που συρρικνώνεται από τον περιορισμό της πάσης φύσεως κατανάλωσης,
· για να απορυθμίσει όλες τις αγορές με προεξάρχουσα την αγορά εργασίας προκειμένου να διασφαλίσει την πολυπόθητη ελαστικότητα,
· για να διασφαλίσει ότι οι αγορές θα ευημερούν εφόσον θα δανείζουν ακριβά σε όσους δεν κατορθώνουν να επιβάλουν το νεοφιλελεύθερο σχέδιο, ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την πρωτοκαθεδρία τους.
Διότι στην ελεύθερη οικονομία και τις παγκοσμιοποιημένες αγορές ζητούμενο είναι τελικά, μέσω της δημοσιονομικής πειθαρχίας, να επιδράσουν τα μέτρα κυκλικά στην κρίση προκειμένου να συμβάλλουν στο ξεπέρασμά της εντείνοντας την εκκαθαριστική λειτουργία της και καταστρέφοντας ό,τι αδυνατεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη. Είναι καιρός να συνειδητοποιήσει πρώτη η εργασία ότι αν ενδιαφέρεται για το μέλλον «του τόπου», οφείλει αντί να αγωνίζεται κοντόφθαλμα για εισοδήματα πάνω από το όριο εξαθλίωσης, να συμβάλει και αυτή με συγκράτηση και αυτοπεριορισμό στο ξεκίνημα ενός νέου δημιουργικού κύκλου συσσώρευσης του κεφαλαίου, της μοναδικής δημιουργικής δύναμης στην κοινωνία...
Ο ανταγωνισμός είναι πυξίδα διεξόδου
Η κρίση που εκδηλώθηκε στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και εξελίχθηκε σε συστημική αγγίζοντας πλέον τον πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού, ως συνεκτικής οικονομικής-κοινωνικής και πολιτικής ρύθμισης η οποία κυριαρχεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, έπληξε το κέντρο του νεοφιλελευθερισμού, τις αγορές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας που ως κόμβοι του συνολικού συστήματος τελικά συνέτειναν στην απορύθμιση και κατάρρευση του συνολικού συστήματος.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι οι δεσπόζουσες δυνάμεις αναγνωρίζοντας τα αίτια της αποτυχίας θα πραγματοποιούσαν κάποιου τύπου ριζική στροφή για να αποκαταστήσουν ορισμένες πάγιες αρχές «υγιούς» αναπαραγωγής του συστήματος, χωρίς βέβαια να θέτουν σε αμφισβήτηση τον πυρήνα του.
Θα περίμενε ίσως ότι θα αναγνωριζόταν η προφανής χρεοκοπία της ιδεολογίας και των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού, ότι οι ιθύνοντες θα έπαυαν να μηρυκάζουν πως το κράτος είναι «κακό επειδή είναι ανίκανο» και οι αγορές «καλές γιατί είναι και ικανές και αποτελεσματικές».
Θα περίμενε τέλος ότι τα κράτη θα αναγνώριζαν ότι δεν είναι πλέον εφικτή η συναίνεση με βάση τις «αρχές της ελεύθερης αγοράς», που επιβάλλει στους εργαζόμενους να επωμίζονται τις «θυσίες της σταθεροποίησης».
Η πραγματικότητα διαψεύδει όμως όλες αυτές τις προσδοκίες. Από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης (κυβερνήσεις και αξιωματικές αντιπολιτεύσεις) προβάλλεται αντί της αλλαγής πολιτικής η «αναγκαιότητα μιας νέας ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος». Ξεχνώντας ότι αυτό ακριβώς ευαγγελίζονταν οι μέχρι σήμερα πολιτικές που προκάλεσαν, ενίσχυσαν και διαιωνίζουν την κρίση: περιορισμός στο ελάχιστο δυνατό των «εποπτικών» δηλαδή των αδρανών κεφαλαίων, μεταφορά των τιτλοποιήσεων σε περιοχές μηδενικού ελέγχου (hedge funds), αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας με όρους κυκλικότητας, με υπερθεματισμό των θετικών όψεων σε ανοδικές περιόδους και σχεδόν υστερική αλλαγή του πρόσημου στην καθοδική φάση. Με αποτέλεσμα να ανοίγουν οι στρόφιγγες του δανεισμού όταν δεν χρειάζεται και να κλείνουν ερμητικά όταν απαιτείται χρηματοδότηση, ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την αστάθεια του συστήματος.
Τέλος έχουμε και το κερασάκι της «κρατικοποίησης» ορισμένων τραπεζών που γίνεται στη βάση των συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών δύναμης στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, ως προσωρινό μέτρο στήριξης της τελευταίας.
Ο θεός εναντίον όλων
Ξαναγυρίζοντας λοιπόν στην αφετηρία θέτουμε πάλι το ερώτημα: Γιατί διαφοροποιούνται οι ΗΠΑ, γιατί προκρίνουν και επιδιώκουν να επιβάλουν στην παρούσα στιγμή μια εκτατική δημοσιονομική πολιτική; Γιατί δεν υιοθετούν την «εθνική αναδίπλωση» που επιλέγουν οι βασικές χώρες της ΕΕ, σπρώχνοντας κάθε χώρα να αντιμετωπίσει την κρίση κάτω από την τυραννία των αγορών που γίνονται ρυθμιστές της πολιτικής τους;
Αν κάτι διαφοροποιεί τις ΗΠΑ, και τους επιτρέπει, στην παρούσα στιγμή, να υιοθετούν «προοδευτικότερες» πολιτικές, αυτό συνδέεται μάλλον με το γεγονός ότι οι πολιτικές αυτές αναπτύσσονται σε διαφορετικό κοινωνικό έδαφος, δηλαδή οι κυρίαρχες τάξεις αισθάνονται πολύ ισχυρότερες στον κοινωνικό ανταγωνισμό με την εργασία, σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους κεφαλαιοκράτες: Οι «μεταρρυθμίσεις» είναι αποδεκτή παντοδύναμη πραγματικότητα, η ελαστικοποίηση και μερικοποίηση της εργασίας καθεστώς και όρος αναπαραγωγής της, ο νεοφιλελευθερισμός εν γένει είναι ακόμα ισχυρός στη συνείδηση της πλειοψηφίας των εργαζομένων, έστω και με καταδίκη των «υπερβολών» του. Έτσι, υπάρχει η πεποίθηση ότι μια συγκυριακή υποχώρηση της παντοδυναμίας των απελευθερωμένων αγορών δεν «ναρκοθετεί» το μέλλον: Οι τράπεζες θα ιδιωτικοποιηθούν ξανά και οι αγορές θα απελευθερωθούν και πάλι μετά την κρίση, όπως μας διαβεβαιώνει άλλωστε και ο κ. Κρούγκμαν. Παράλληλα, στην προσπάθεια επιβεβαίωσης της ηγεμονίας τους, οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η χρηματοδότηση της παγκόσμιας ανάκαμψης μπορεί να αποτελεί μια νέα σημαντική ευκαιρία.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν σχετικά διαφοροποιημένο συσχετισμό δύναμης, στον οποίο οι δυνάμεις της εργασίας δεν έχουν πλήρως και ανενδοίαστα αποδεχθεί το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, η ελαστικότητα δεν αποτελεί όρο ύπαρξής τους, όπου οι νέοι, οι συνταξιούχοι, οι «αδύνατοι» εξακολουθούν να διεκδικούν το αυτονόητο, την άμυνα στην επίθεση του κεφαλαίου και τη μελλοντική ανατροπή των συσχετισμών. Απέναντι σε αυτό τον κίνδυνο, οι κυρίαρχες δυνάμεις στην ΕΕ προσπαθούν αφενός να διαιωνίσουν αλώβητη τη νεοφιλελεύθερη επιτομή της κοινωνίας, αφετέρου να αξιοποιήσουν την κρίση για να μεταθέσουν τα βάρη στις πλάτες της εργασίας.
Η πολιτική της ΕΕ επιδιώκει ενεργά να μετατραπεί η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού σε κινητήριο δύναμη εμβάθυνσής του. Και αν η διάρκεια και η ένταση της κρίσης είναι μέσο εκβιασμού προς την εργασία, τότε η Ευρώπη είναι πρόθυμη να αναφωνήσει: Ζήτω η Κρίση! Και στοχεύοντας στην εκκαθάριση οι ιθύνουσες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, βασίζονται στο ταξικό τους μίσος προς την εργασία και την προσκόλλησή τους στα άμεσα συμφέροντα του κεφαλαίου για να προκρίνουν τη «νέα» πολιτική. Επιμένουν στην πάγια «αντιπληθωριστική» πολιτική μέσα στην «παγίδα ρευστότητας», δηλαδή σε μια οικονομική συγκυρία αποπληθωρισμού: στον περιορισμό των δημοσίων δαπανών, στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στα ασφαλιστικά ταμεία που αξιοποιούν τα αποθεματικά τους σε τοξικά προϊόντα, στην παιδεία που χρηματοδοτείται απευθείας από τις επιχειρήσεις, στην πρωτοκαθεδρία των χρηματαγορών πάνω στην παραγωγή, στην υπαγωγή όλων των κοινωνικών αναγκών στην αίρεση της επαρκούς υπεραξίωσης των κεφαλαίων. Δηλώνεται, ότι ο θεός του ανταγωνισμού πρέπει να λατρεύεται πλέον παντού, ως μέτρο των κοινωνικών αξιών, διαμεσολαβητής ενός νέου κοινωνικού δαρβινισμού επιβίωσης του ισχυρότερου.
Είναι ποτέ δυνατό οι δυνάμεις της εργασίας να αποτελέσουν μέρος αυτής της απόπειρας «νέας ρύθμισης», που υπονομεύει ακόμη και την ίδια την ύπαρξή τους; Είναι διανοητό να επιλέξουν τον καλύτερο ή συμπαθέστερο δήμιο; Είναι σκόπιμο να ερμηνεύσουν την κρίση ως απλή δυνατότητα αναδίπλωσης και άμυνας «κεκτημένων»; Όταν μάλιστα η κρίση τούς παρέχει για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες τη δυνατότητα να παρέμβουν για να αλλάξουν τον συσχετισμό δύναμης και να επιβάλουν λύσεις που διασφαλίζουν τα δικά τους συμφέροντα απέναντι στο κεφάλαιο;
Είναι φανερό ότι στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, είναι εξαιρετικά άμεση η αναγκαιότητα να αποσυνδεθούν οι κοινωνικές ανάγκες από τις εμπορεύσιμες αξίες, να αναδειχθεί επιτακτικά η στρατηγική οργάνωσης των κοινωνιών με γνώμονα την ελευθερία ικανοποίησης των αναγκών, να απορριφθεί ο διαρκής ψυχαναγκασμός της κερδοφορίας ως συνθήκης ύπαρξης και διαιώνισης της ζωής των πραγματικών ανθρώπων.
Είναι επιτακτική ανάγκη να αποκαλυφθεί ότι ο παντοδύναμος θεός του πανταχού παρόντος ανταγωνισμού δεν είναι παρά άλλο ένα ξόανο από αυτά που σαπίζουν στις αποθήκες της ιστορίας.