του Γρηγόρη Φαράκου
Εχω βιώσει, ως ένας των πολλών, εν τη πράξει - καπετάνιος, τότε, του λόχου ΕΛΑΣ Σπουδαστών «Λόρδος Μπάυρον» -, τα γεγονότα εκείνα, «γράφοντας» - και, μάλιστα, κυριολεκτικά με αίμα - την ιστορία τους. Δικαιολογημένα, λοιπόν, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο και οδυνηρό να προχωρώ σήμερα στην επιστημονική καταγραφή της, παίρνοντας, δηλαδή, υπόψη τις εμπειρίες των δεκαετιών που πέρασαν, τις νεότερες έρευνες και τους σύγχρονους στοχασμούς. Ενώ, παρ' όλ' αυτά, δεν έχουν πάψει ούτε στο ελάχιστο να με πλημμυρίζουν οι αναπεπταμένες κόκκινες σημαίες και το «παιδιά σηκωθείτε... με όπλα στους ώμους», όλα τα συγκλονιστικά και όμορφα, παρά τις αυταπάτες, βιώματα των χρόνων εκείνων.
Αυτό, όμως, επιτάσσει το ύψιστο χρέος μας για προσέγγιση, με ψυχραιμία και νηφαλιότητα, της ιστορικής αλήθειας. Πολύ περισσότερο που ο Δεκέμβρης '44, ανεξάρτητα από την πλευρά του χαρακώματος που ο καθένας μαχόταν, αποτελεί, αναμφισβήτητα, το «λαμπάδιον δράματος» στο πρώτο μισό της ελληνικής δεκαετίας του '40.
Αξίες και απαξία
Χιλιάδες σελίδες έχουν, από πολλούς, γραφεί για την περιπετειώδη και αντιφατική, όσο και εμβληματική εκείνη περίοδο της ιστορίας μας του 20ού αιώνα, που άρχισε με το έπος μιας καθολικής κατά των κατακτητών αντίστασης και κατέληξε με τον καταστροφικό για τον τόπο μας εμφύλιο πόλεμο. Πέρα από τις αφηγήσεις των γεγονότων, πολλοί έχουν επιχειρήσει και να ερμηνεύσουν - ο καθένας, βέβαια, από τη σκοπιά του - τη, μοναδική στην Ευρώπη, ελληνική ιδιομορφία: Ενα μεγαλειώδες εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα το ακολούθησε, μετά την απελευθέρωση και, κυρίως, με τα «Δεκεμβριανά» και μετά απ' αυτά, η πλήρης ανατροπή των αξιών της εθνικής αντίστασης.
Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς εντοπίζουν τις αιτίες στην υπογράμμιση κάποιου παράγοντα ή, έστω, δύο-τριών, είτε, το πολύ, και στις αντιδράσεις του ενός προς τον άλλον. Θεωρώ, ωστόσο, πως μία τέτοια ερμηνεία είναι ατελής. Συνήθως, εξυπηρετεί πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες. Αξιοποιώ, βέβαια, και τη δική μου συμβολή στη σχετική ιστοριογραφία, με τα βιβλία μου που έχουν κυκλοφορήσει την τελευταία δεκαπενταετία, ερανιζόμενος απ' αυτά όσα εδώ καταγράφω.
Υπογραμμίζω, κατ' αρχάς, ένα βασικό συμπέρασμα. Οι παράγοντες που καθόρισαν τότε τις ελληνικές εξελίξεις δεν ήσαν ένας και δύο, αλλά πολλοί: οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί, τοπικοί (μαζί και εθνοτοπικοί), στρατιωτικοί και, βέβαια, διεθνών ανταγωνισμών (μεταξύ και των συμμάχων), αλλά και ποιότητας ηγεσιών κ.λπ. Επομένως, μια ολοκληρωμένη επιστημονική μελέτη των ελληνικών πραγμάτων στη δεκαετία του '40 απαιτεί τη διερεύνηση του καθενός απ' αυτούς, αλλά και όλων μαζί στη μεταξύ τους διαπλοκή.
Κατά τη γνώμη μου, μόνο στα πλαίσια αυτά, μπορεί κανείς - σήμερα, πια, εξήντα χρόνια μετά - να μιλήσει και για τα «Δεκεμβριανά» του 1944. Στο παρόν σημείωμα, κρίνω σκόπιμο να σταθώ σε δύο μόνο παραδείγματα, όσο μπορώ πιο συντομευμένα.
Το σύνδρομο εξουσίας
Στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης και, πολύ περισσότερο, με την απελευθέρωση, ήταν επόμενο να τίθεται θέμα εξουσίας. Και φυσιολογικό, κάθε πολιτική δύναμη να επιδιώκει το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο. Αλλο όμως αυτό και άλλο, πώς, εξ αυτού, με ποιες μορφές και πού οδήγησε η επιδίωξή τους. Γράφει ο Γ. Θεοτοκάς στο ημερολόγιό του: «Εκτροχιαστήκαμε. Κουτή τακτική της Δεξιάς, που, με την εμπάθειά της, εμπόδισε, όσο ήτανε στο χέρι της, την πολιτική του κατευνασμού... Κουτή τακτική της Αριστεράς, που, την τελευταία στιγμή, έσπρωξε τα πράγματα στα άκρα... Υπερβολική αδιαλλαξία των Αγγλων, που εκδηλώθηκε και με πράξεις και με λόγια και που με ξενίζει βαθιά».
Μακάρι όμως να ήταν μόνο θέμα «κουταμάρας» ορισμένων. Αυτή, όπως και οι διαφωνίες στα επιμέρους προβλήματα, που τέθηκαν για την ανασυγκρότηση του νέου κράτους (δημιουργία εθνικού στρατού, εκρήξεις βίας, αυθαιρεσίες κ.λπ.), αλλά και οι διαφορετικές αντιλήψεις για τη μελλοντική διαμόρφωσή του, δημιουργούσαν, ασφαλώς, κάποιες συγκρουσιακές αφορμές. Αυτές, όμως, θα έπρεπε (και ήταν δυνατό) να αντιμετωπίζονται με συνεννόηση ή αμοιβαίο συμβιβασμό. H καθοριστική αιτία που οδήγησε στην αδυσώπητη ένοπλη σύρραξη του Δεκεμβρίου ήταν η επενέργεια, συνέργεια και αλληλεμπλοκή όλων ή πολλών από τους παράγοντες που παραπάνω ανέφερα. Τελικά, επέφερε την πλήρη «έκλειψη» λογικής, πολιτικής και ηθικής, που επικράτησε στα «Δεκεμβριανά» '44 και από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
H μια πλευρά (η αντιεαμική), αδιαφορώντας για τις ριζικές αλλαγές που είχαν, στο μεταξύ, συμβεί στην Ελλάδα και τον κόσμο, θεωρούσε πως, πάση θυσία, έπρεπε να επαναφέρει την προπολεμική τάξη πραγμάτων, χρησιμοποιώντας τη στρατιωτική δύναμη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ακόμα και με τις από αέρος επιδρομές που προκαλούσαν σφαγιασμό χιλιάδων αμάχων κ.λπ. Ακολουθούσε τυφλά το δόγμα που με κλασικό τρόπο έχει διατυπώσει ο Μακμίλαν: «H ελληνική αστική τάξη θέλει να εξολοθρεύσει τους κομμουνιστές. Και θα παλέψει μέχρι τον τελευταίο άγγλο στρατιώτη»!
H άλλη (η Εαμική) πλευρά, υπερεκτιμώντας το κύρος που της προσέδιδε ο αντιστασιακός της αγώνας, το μετέφραζε, πια, σε σύνδρομο εξουσίας. Υπερέβαλλε τις δυνάμεις που διέθετε, ιδιαίτερα τις στρατιωτικές, διατάσσοντάς τες, μάλιστα, αλλοπρόσαλλα. Αποσπάστηκε από τη γραμμή της εθνικής ενότητας, άρα και του, επί ίσοις όροις, συμβιβασμού, που επιτυχώς είχε ακολουθήσει προηγούμενα, ιδιαίτερα το καλοκαίρι του '44 και τη στιγμή απελευθέρωσης, κλωτσώντας υπεροπτικά ακόμα και την ευκαιρία συνάντησης, τα Χριστούγεννα του '44. Αφέθηκε να παρασυρθεί στις συναισθηματικές αντιδράσεις για την επίθεση που δεχόταν. Και επιλέγοντας τη μέχρι τελικής πτώσης ένοπλη σύγκρουση, μιμούμενη ακόμα και τις πλέον απαράδεκτες μορφές του αντιπάλου (ομηρία κ.λπ.), οδηγήθηκε σε πλήρες αδιέξοδο και συντριπτική ήττα.
Οι διεθνείς ανταγωνισμοί
Σε σύνδεση με τα παραπάνω, μπορεί να σημειωθεί και ένα δεύτερο παράδειγμα: της επίδρασης των διεθνών ανταγωνισμών (ακόμα και μεταξύ των συμμάχων) και της χρησιμοποίησης από τις ελληνικές δυνάμεις των κέντρων αναφοράς τους στο εξωτερικό.
Από τη μια μεριά, η Βρετανία θεωρούσε αναφαίρετο, από αιώνος, «δικαίωμά» της, να επανακτήσει την απόλυτη κυριαρχία της επί των ελληνικών πραγμάτων. Το σχεδίαζε συστηματικά σε όλη τη διάρκεια της κατοχής και το επέβαλε στρατιωτικά, με την απελευθέρωση. Αλλωστε, μετά τη Διάσκεψη Στάλιν - Τσόρτσιλ του Οκτωβρίου 1944 στη Μόσχα, απέσπασε, ουσιαστικά, και τη συγκατάθεση των συμμάχων για τις ενέργειές της.
Από την άλλη μεριά, η ΕΣΣΔ, ξεκινώντας από τα άμεσα, δικά της στρατηγικά συμφέροντα, είχε σταθεί μακριά από τις ελληνικές εξελίξεις. Δεν είχε κανένα λόγο να παρωθήσει στη σύγκρουση. Σε παρόμοιες καταστάσεις (όπως στη Γαλλία και την Ιταλία, σύμφωνα και με τα τεκμήρια που πρόσφατα απεκάλυψα), παρενέβη κατηγορηματικά για να αποφευχθεί εσωτερική σύγκρουση. Δεν συνέβη το ίδιο με την Ελλάδα. Ισως επειδή δεν υπήρχε καν άμεση επικοινωνία της με το KKE, ώστε να του δοθεί σχετική οδηγία.
Ετσι ή αλλιώς, μετά τη δεκεμβριανή σύγκρουση και την αρκετά καθυστερημένη, πάντως αναποτελεσματική, απόπειρα συμβιβασμού στη Βάρκιζα, ο χρόνος κυλούσε, πια, σα να χλευάζει, να λοιδορεί, να «πλαστογραφεί» την ιστορία του τόπου. Το τέλος του B' Παγκόσμιου Πολέμου βρήκε τους Ελληνες χωρισμένους στα δύο. Στέκονταν αντιμέτωποι, από τις δύο πλευρές, στο χείλος μιας ανοιγμένης πλατιάς και βαθιάς τάφρου. Ορμησαν, ασυγκράτητοι, οι μεν εναντίον των δε, για να βρεθούν στο βάραθρο. «Ο πόλεμος δεν τελείωσεν ακόμα», που θα 'λεγε κι ο ποιητής.
O κ. Γρηγόρης Φαράκος είναι πρώην Γενικός Γραμματέας του KKE.
Το ΒΗΜΑ, 05/12/2004
2 σχόλια:
Σύντροφε, φτιάξαμε blog ΣΥΡΙΖΑ Καισαριανής. Μας βάζεις στα link σου??????? Το έχω βάλει ήδη στο δικό μου, θα το βρείς απο εκεί...
θα το κάνω σ.Μπράβο....
Δημοσίευση σχολίου