Η αναδημοσίευση του παρακάτω κειμένου είναι επιβεβλημένη και έχει αξία αφού οι καταλήψεις συνεχίζονται (βλ. ΕΣΗΕΑ), αστυάνακτας
Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται στις απόψεις των συγγραφέων Απόστολου Δοξιάδη, Τάκη Θεοδωρόπουλου και Πέτρου Μάρκαρη που δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο Τύπο στις 24-12-2008. Αν και ο συντάκτης του δεν ανήκει σε καμιά από τις ομάδες των άμεσα θιγομένων, και παρά το ότι δεν έχει άμεση γνώση των γεγονότων που το πυροδότησαν (εισβολές στα θέατρα), επιχειρεί έναν σχολιασμό του κειμένου των τριών, από τη σκοπιά ενός αναγνώστη και περιστασιακού θεατή του θεάτρου. Ας συγχωρεθεί το μακροσκελές του κειμένου... μέρες που είναι βλέπετε, μια απλή εκδήλωση περιφρόνησης δεν είναι αρκετή, ιδιαίτερα όταν το περιφρονητέο αντικείμενο διεκδικεί τη θέση της «φωνής της λογικής» και της «δημοκρατικής ευαισθησίας»...
Η πρωτοβουλία των τριών αυτών «ανθρώπων της τέχνης» να καλέσουν σε συναγερμό για την προάσπιση της ελευθερίας της έκφρασης, παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τα πρόσφατα κατορθώματα του έτερου μεγάλου προστάτη της τέχνης, faux παραιτηθέντα προέδρου της ΕΡΤ, κ. Παναγόπουλου. Όλοι θυμόμαστε πώς πριν λίγες μέρες άσκησε κομψότατα το -προφανώς «άγραφο»- δικαίωμά του (;) να κηρύσσει ένα είδος «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» στο κρατικό κανάλι που διευθύνει και να εκπέμπει ο ίδιος απευθείας μηνύματα χωρίς καν τη δημοσιογραφική επίφαση. Εκεί λοιπόν, κατήγγειλε στον ελληνικό λαό ότι οι φαινομενικά ειρηνικοί ακτιβιστές που κατέλαβαν για λίγο το στούντιο των ειδήσεων της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, ήταν στην πραγματικότητα ασεβείς και αντιδημοκρατικοί (εφόσον βεβήλωσαν την τηλεοπτική αναμετάδοση μιας εκ των ιεροτέρων στιγμών που έχει γνωρίσει η Ελληνική Δημοκρατία, ήτοι την πολυαναμενόμενη ...ειλικρινή συγγνώμη κοτζάμ Πρωθυπουργού), πανούργοι (εφόσον εισήλθαν δολίως στο κτίριο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους σεκιουριτάδες που είχαν προσληφθεί για τον σκοπό αυτό), αντικοινωνικοί (εφόσον αδιαφόρησαν για τα χρήματα που δαπάνησε ο ελληνικός λαός για να προσλάβει τους ως άνω σεκιουριτάδες), βίαιοι (εφόσον εισέβαλλαν στον ιερό εργασιακό χώρο τόσων και τόσων αξιοκρατικά επιλεγμένων υπαλλήλων αποσπώντας τις κάμερες, τρομάζοντας την πτωχή τηλεπαρουσιάστρια, «απωθώντας» τον ίδιο –κοτζάμ Πρόεδρο- και περιορίζοντάς τον επί ολόκληρο πεντάλεπτο -!- στο γραφείο του...), ανώνυμοι (εφόσον δεν υπέγραφαν την πράξη τους ) και άρτια εκπαιδευμένοι στην χρήση καμερών (να υποθέσουμε σε κάποιο στρατόπεδο στο Αφγανιστάν;...). Οι προθέσεις του κ. Προέδρου όταν αποδυόταν σε αυτό το άνευ προηγουμένου παραλήρημα ήταν νομίζουμε πεντακάθαρες: ο «μέσος τηλεθεατής», ο οποίος βομβαρδιζόταν επί ημέρες από αναφορές σε ακραίους βάνδαλους κουκουλοφόρους καταστροφείς, που συνέχιζαν να αναστατώνουν την Αθήνα, είχε την ευκαιρία να δει στις οθόνες του ακάλυπτα νεαρά πρόσωπα να ξεδιπλώνουν ειρηνικά και αποφασιστικά το πανό τους με το λιτό του μήνυμα. Έπρεπε λοιπόν τώρα να πειστεί εκ νέου ότι αυτό που είδε μπροστά στα μάτια του ήταν στην πραγματικότητα κάποιοι «μεταμφιεσμένοι κουκουλοφόροι», το ίδιο «βίαιοι, βρόμικοι και κακοί» με τους άλλους, τα ίδια αντικοινωνικά τέρατα στα οποία η μικροαστική –και ίσως περισσότερο η μεγαλοαστική- φαντασία απέδιδε –βοηθούσης της τηλεόρασης- τα γεγονότα αυτού του Δεκέμβρη. Μήπως δεν είναι τα ίδια αντικοινωνικά τέρατα που κάνουν την εμφάνισή τους και στην καταγγελία των τριών διακεκριμένων «τεχνανθρώπων», και μήπως η αφορμή για το κείμενό τους με τίτλο «επίθεση στην ελευθερία της έκφρασης», δεν ήταν αντίστοιχη με εκείνη που οδήγησε τον κ. Πρόεδρο σε αυτά τα απίθανα καμώματα;
Κανονικά βέβαια θα έπρεπε, πριν μπει κανείς στον κόπο να απαντήσει, να ρωτήσει τους ελλογιμότατους συγγραφείς μας, πόθεν ο τίτλος της καταγγελίας τους, διότι όσο κι αν ψάξαμε στο κείμενό τους δεν βρήκαμε κάτι που να εξηγεί γιατί η εισβολή των ακτιβιστών στα θέατρα συνιστούσε «επίθεση στην ελευθερία της έκφρασης». «Ποίος εμπόδισε την έκφραση ποίου» τελικά;... Υποψιαζόμαστε ότι πολύ δύσκολα θα βρουν κάποιον, έστω και έναν, που η ελευθερία της έκφρασής του να επλήγη συγκεκριμένα από την εισβολή περισσότερο από όσο ....τρόμαξε η τηλεπαρουσιάστρια της ΕΡΤ από την αντίστοιχη οδυνηρή εμπειρία της. Προφανώς είδαν τους εισβολείς σαν ένα είδος «ακτιβιστές-λογοκριτές», αν και πουθενά δεν ακούσαμε ότι κάποιοι διέκοψαν παραστάσεις επειδή δεν τους άρεσαν... Το μόνο ίσως «δικαίωμα» που προκύπτει ότι παραβιάστηκε ήταν το δικαίωμα απρόσκοπτης παρακολούθησης θεατρικής παράστασης», το οποίο όσο σεβαστό κι αν είναι, εξ όσων γνωρίζουμε δεν έχει συμπεριληφθεί εισέτι σε καμία χάρτα θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως συμβαίνει με την ελευθερία της έκφρασης. Οπότε και εμείς έχουμε το δικαίωμα να ερμηνεύσουμε για ακόμη μια φορά τον τίτλο της καταγγελίας τους και τη γενικότερη ιερή αγανάκτηση που κατέλαβε τους τρεις πνευματικούς ανθρώπους σαν σύμπτωμα της ίδιας λύσσας που κατέλαβε τον αξιότιμο κ. Παναγόπουλο, και την οποία περιγράψαμε παραπάνω....
Είναι αλήθεια βέβαια ότι, τόσο στη λύσσα του κ. Επιτυχημένου Προέδρου της Eurovision όσο και σε εκείνη των τριών συγγραφέων, δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει κι ένα είδος «πνευματικού θάρρους». Ο μεν κ. πρόεδρος της ΕΡΤ δεν ακολούθησε την πεπατημένη τόσων και τόσων κρατικών λειτουργών που σε ανάλογες περιπτώσεις επιδεικνύουν τη γνωστή σε όλους μας δυσκοίλια «κατανόηση», ή και γελοία πλειοδοσία έναντι των κάθε λογής διαμαρτυρομένων, αλλά –ίσως και λόγω της τραγικής γι’ αυτόν σύμπτωσης της ακτιβιστικής ενέργειας με την ομιλία του πρωθυπουργού- θεώρησε χρέος του να ορθώσει το ανάστημά του ως κρατικός λειτουργός και να προβεί στις ....συνταρακτικές καταγγελίες εναντίον των καταληψιών που όλοι απολαύσαμε. Όσο για την τριάδα των συγγραφέων, δεν ακολούθησε την πεπατημένη τόσων και τόσων εύκολων δηλώσεων υποστήριξης ή έστω «κατανόησης» απέναντι στο «κίνημα της νεολαίας» αλλά αντιθέτως πήγε «κόντρα στο ρεύμα» γενικότερα (και είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι το κείμενο των τριών ξεχειλίζει από υπερηφάνεια γι’ αυτό) κατακεραυνώνοντας την «κοινοτυπία των κούφιων συνθημάτων και της ξύλινης γλώσσας» που τόσοι και τόσοι «ενοχικοί μεσήλικες» εκθειάζουν. Οι τρεις συγγραφείς δεν έμειναν όμως εκεί, βρήκαν επίσης και το ακόμα μεγαλύτερο «θάρρος» να εγκαλέσουν κιόλας όσους επέδειξαν δημόσια, είτε συμπάθεια, είτε ελλιπή αντανακλαστικά απέναντι στους εισβολείς των θεάτρων, με τον ακόλουθο ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικό τρόπο:
«Και, σε κάθε περίπτωση, καλλιτεχνικοί διευθυντές εθνικών σκηνών ή άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο πλουσιοπάροχα επιχορηγούμενοι από τους φόρους μας, χορογράφοι, σκηνοθέτες και ηθοποιοί, ας θυμηθούν ότι είναι υπόλογοι και στους νόμους της τέχνης αλλά και του κοινωνικού μας συμβολαίου, που επιτάσσουν μεγαλύτερο σεβασμό στο κοινό αίσθημα, δηλαδή σε όσους, καλλιτέχνες ή μη, πιστεύουν στη δημοκρατία και τηρούν τους κανόνες της».
Δικαιούται βέβαια κανείς να αναρωτηθεί, πόσο ακριβώς θάρρος χρειάζεται τελικά για να τηρήσει κανείς τη συνεπή ρεπουμπλικάνικη στάση του κ. Προέδρου και των τριών συγγραφέων, και πόσο «πνεύμα» υπάρχει τελικά στο «θάρρος» να εκφράζει κάποιος την καθεστωτική άποψη... Εκείνο όμως που οφείλει κανείς, πέραν πάσης αμφιβολίας, να τους αναγνωρίσει είναι ότι πράγματι, δεν είναι «αχάριστοι σαν κάτι άλλους», κι ότι εκτελούν στο ακέραιο τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο χέρι που τους ταΐζει. Όθεν και τα γαβγίσματα...
Δεν είναι ασφαλώς παράξενο που, μετά τα κακέκτυπα του Σαρτρ, εμφανίζονται και τα κακέκτυπα του Μαλρώ, άλλωστε εδώ και πολλά χρόνια στις τάξεις της διανόησης έχουν μειωθεί σημαντικά εκείνοι που εμπνέονται από την εικόνα του Σαρτρ να μιλά πάνω στο βαρέλι του στους εξεγερμένους εργάτες κι έχουν αυξηθεί εκείνοι που ονειρεύονται να παίξουν τον ρόλο του πνευματικού φύλακα του αστικού ρεπουμπλικανικού πολιτισμού. Όμως οι γραμμές αυτές δεν θα γράφονταν αν το μόνο ζήτημα ήταν η γελοιοποίηση του γελοίου. Σκοπός τους είναι να αντιμετωπιστεί κυρίως το σημείο εκείνο της καταγγελίας των τριών που έχει και τις περισσότερες πιθανότητες να συγκινήσει κάποιους γνήσια σκεπτόμενους ανθρώπους, και είναι ταυτόχρονα το πλέον κουτοπόνηρο. Μιλάμε για την επίκληση του συνθήματος «σκατά στους κουλτουριάρηδες» που όπως μας ενημερώνουν οι συγγραφείς –προφανώς για να ενισχύσουν τη φρίκη των αναγνωστών τους- «γράφτηκε με σπρέι στο καινούργιο, καθαρό φουαγέ του Εθνικού». Μετά δε, από μια σύντομη ψηλάφησή του διέγνωσαν και τη «ναζιστική υφή» του εν λόγω συνθήματος, όμως ας μην περάσει απαρατήρητη από τον αναγνώστη η συνύπαρξη επί ίσοις όροις μιας τόσο σοβαρής καταγγελίας, με την καταγγελία της ρύπανσης του φουαγιέ... γιατί ίσως έχει πολλά να μας πει.
Πέρα από τους όποιους συνειρμούς δημιουργούνται ανάμεσα σε αυτό το σύνθημα και στο μίσος των ναζί και των όπου γης φασιστών για την τέχνη, τη διανόηση και την κουλτούρα και δη για ορισμένες πρωτοποριακές μορφές της, πολλοί εύλογα θα ανατριχιάζουν με το σύνθημα αυτό και για έναν άλλο λόγο. Ζώντας σε μια χώρα όπου πολλοί δημιουργοί στους οποίους οφείλουμε τα καλύτερα και πιο ζωντανά κομμάτια της πνευματικής και καλλιτεχνικής μας παραγωγής έχουν λοιδορηθεί κι έχουν δεχτεί κατ’ επανάληψη χυδαίες επιθέσεις από κρατικούς φορείς, από υπουργούς, από τον Τύπο, την τηλεόραση, από κομματικές γραφειοκρατίες με ανάλογους χαρακτηρισμούς («κουλτουριαραίοι», «λαπάδες», «ελιτιστές» και τα συναφή) είναι επίσης εύλογο να υπάρχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι σε τέτοιους χαρακτηρισμούς. Χώρια που εγείρεται το ζήτημα της χοντροκοπιάς, της κακογουστιάς και της γενίκευσης που εισάγουν τέτοια συνθήματα. Σύμφωνοι. Μας δίνουν όμως όλοι αυτοί οι «δυσάρεστοι συνειρμοί» το δικαίωμα να ερμηνεύουμε, έξω από χώρο, χρόνο και συνθήκες, χωρίς καμιά αντικειμενικότητα –κι εν τέλει χωρίς καμιά απόπειρα πραγματικής ερμηνείας- το νόημα ενός τέτοιου προκλητικού συνθήματος, ή -ακόμη χειρότερα- να ανάγουμε αυτό το προκαθορισμένο νόημα σε νόημα όλων των ενεργειών που έγιναν το τελευταίο διάστημα στα θέατρα;
Φυσικά και όχι. Πρώτα απ’ όλα όποιος εκλαμβάνει τη λέξη «κουλτουριάρης» σαν κάτι μονοσήμαντο το οποίο παραπέμπει αποκλειστικά στο φασιστικό μίσος για την κουλτούρα είναι υποκριτής (αφού παραγνωρίζει το πλήθος των χρήσεών της στους κόλπους των ίδιων των «καλλιεργημένων» ανθρώπων) ή/και αγνοεί την κοινωνική κριτική που εμπεριέχεται σε αυτή τη λέξη, κριτική που δεν έχει να κάνει απαραίτητα με τον «ελιτισμό» ή τον «ερμητικό» χαρακτήρα ορισμένων μορφών τέχνης, αλλά με τη συμφιλίωση της υψηλής τέχνης συνολικά με την εμπορευματικό καταναλωτικό κόσμο της κουλτούρας, τον συμβιβασμό της με την ανώδυνη θεσούλα που της επιφυλάσσεται μέσα στη μαζική κουλτούρα. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες χυδαίες επιθέσεις και οι προκαταλήψεις απέναντι στην υψηλή τέχνη καλλιεργούνται συστηματικά από «τα πάνω» (δηλαδή από το πολιτικό σύστημα και τη μαζική κουλτούρα), η αστική ιδεολογία προσπαθεί να πείσει τον καλλιτέχνη και τον πνευματικό άνθρωπο ότι η απόρριψη προέρχεται από «τα κάτω», από ένα βορβορώδη και απαίδευτο λαό που προτιμά την ευκολία που του προσφέρει η μαζική κουλτούρα. Συχνά δε, η κυρίαρχη αυτή ιδεολογία οδηγεί τον καλλιτέχνη σε μια παράδοξη κοινωνική αυτοαναφορικότητα: και δεν μιλάμε για το «η τέχνη για την τέχνη» (που πολλές φορές είναι ένα είδος φυσιολογικής και πολύ δημιουργικής άμυνας του καλλιτέχνη απέναντι στις καταπιεστικές κοινωνικές δεσμεύσεις που επιβάλλονται στο έργο του), αλλά για το «η κουλτούρα για τους καλλιεργημένους» που είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Έτσι πολλοί καλλιτέχνες μετατρέπονται σε ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπων, σε «ανθρώπους της τέχνης» και εγκλωβίζονται ανάμεσα σε αυτοαναιρούμενες επιλογές: να απορρίψουν τη μάζα προκειμένου να απομακρυνθούν από τα ενοχλητικά γούστα της περιοριζόμενοι στην ασφάλεια του μειοψηφικού τους καλλιεργημένου κοινού (ή άλλως target group με όρους αγοράς), ή να εξιδανικεύσουν αυτή τη μάζα εξασκώντας παράλληλα ένα είδος ιεραποστολής, διαδίδοντας την καθαγιασμένη πλέον τέχνη στους αδαείς. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, η κυρίαρχη ιδεολογία προσφέρει και μια τρίτη -ιδιαιτέρως αισιόδοξη και για πολλούς προσοδοφόρα- επιλογή: τον συνδυασμό του μαζικού/εμπορικού με το «ποιοτικό». Η αποθέωση της διαλεκτικής του καπιταλισμού, που ελάχιστη σχέση έχει φυσικά με την κριτική αυτοκατανόηση του κοινωνικού ρόλου της κουλτούρας...
Η τριάδα των συγγραφέων μας ενεργοποιεί ακριβώς κουτοπόνηρα αυτού του είδους τα αντανακλαστικά της αστικής αντίληψης για την τέχνη, κάνοντας λόγο για την «πολιτιστική επανάσταση των απολίτιστων» που προέβησαν στη βέβηλη πράξη της διακοπής της μυσταγωγίας μιας θεατρικής παράστασης, και φυσικά τονίζοντας το αντιαισθητικό της αναγραφής του εν λόγω συνθήματος. Αφήνουν δε να εννοηθεί ότι οι εν λόγω απολίτιστοι νεαροί και νεαρές επιτίθενται στην κουλτούρα επειδή «προσβάλλονται» από αυτήν, ενώ αντίθετα δεν προσβάλλονται από τα σκυλάδικα και τα γήπεδα (τα οποία μάλλον εννοούν ότι –ομολογημένα ή ανομολόγητα- αποτελούν την πραγματική κουλτούρα των εισβολέων...). Δεν έχουμε ίδια αντίληψη των γεγονότων, πάντως από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων δίδεται η εντύπωση ότι όσοι συμμετείχαν σε αυτού του είδους τις παρεμβάσεις ήταν στην πλειονότητά τους σπουδαστές δραματικών σχολών, νεαροί ηθοποιοί και καλλιτέχνες κι εν γένει άνθρωποι που είχαν μια σχέση ή ένα ενδιαφέρον για το θέατρο και την τέχνη. Να έχει διαδοθεί άραγε τόσο πολύ ο ναζισμός και η κουλτούρα του γηπέδου και του σκυλάδικου στους νέους καλλιτέχνες, ή μήπως οι τρεις αυτοί διακεκριμένοι πνευματικοί άνθρωποι παραπληροφορούν αισχρά τους αναγνώστες, στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι οι εφορμήσαντες στα θέατρα ήταν ένα είδος Ταγμάτων Εφόδου με πολιτικά, ή έστω το πρόπλασμά τους;
Είναι σαφές, για όποιον διαθέτει στοιχειώδη αίσθηση της πολιτικής και δεν ψάχνει αφορμές για να αποδυθεί σε υστερικούς ηθικισμούς, ότι τα συμφραζόμενα αυτής της μορφής διαμαρτυρίας δεν ήταν ούτε ο ναζισμός, ούτε ο «αυριανισμός». Είναι επίσης σαφές ότι τέτοιου τύπου διαμαρτυρίες δεν στρέφονται σε καμιά περίπτωση εναντίον της ζωτικής για την καλλιτεχνική έκφραση αυτονομίας, αλλά ακριβώς εναντίον της περιχαράκωσης της λεγόμενης ποιοτικής τέχνης στο περιθώριο και στους κοινωνικούς όρους αναπαραγωγής που επιφυλάσσει γι’ αυτήν η μαζική κουλτούρα (είτε αυτή η περιχαράκωση εκφράζεται μέσω της περιφρόνησης και της επιδεικτικής αγνόησης της «μάζας των αμαθών», είτε μέσω της ιεραποστολικής εξιδανίκευσής της.) Μια δεύτερη αιχμή αυτού τρόπου διαμαρτυρίας απευθύνεται κατά μία έννοια στα ίδια τα στοιχεία «διαμαρτυρίας», «εξέγερσης» και «επανάστασης» που πάντοτε αφθονούσαν και αφθονούν στην τέχνη, και ανευρίσκονται τόσο στο άσυλο της ποιοτικής, όσο και στο σούπερ μάρκετ της μαζικής κουλτούρας. Εδώ το ζητούμενο είναι να ξεπεραστεί ο κοινωνικός ρόλος της ανώδυνης κατανάλωσης και της παραμυθίας που ασκεί αντικειμενικά η τέχνη, και να αναμιχθεί με τις πραγματικές κοινωνικές διεργασίες. Η διαμαρτυρία των εισβολέων λοιπόν από τυπική άποψη δεν είναι κάτι καινούργιο, όλα αυτά είναι έργα που έχουν παιχτεί και ξαναπαιχτεί... κι ούτε είναι η πρώτη φορά που οι ακτιβιστές αντλούν την έμπνευσή τους από τα ξεχασμένα κινήματα καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, από την καταστασιακή ορμή και από τον Μάη του ’68.
Αντίθετα, αν κάποιος ψηλαφήσει λίγο παραπάνω το υπεράνω πάσης υποψίας κείμενο των τριών συγγραφέων -που έσπευσαν να διαγνώσουν ευθύς τη «ναζιστική υφή» του συγκεκριμένου «σκατά στους κουλτουριάρηδες»-, ίσως να πέσει σε κάποιες «τραχιές» επιφάνειες... Μήπως πίσω από την πλανώμενη στο κείμενό τους ειρωνεία απέναντι στα ενοχικά σύνδρομα κάποιων «μεσηλίκων», πίσω από την γεμάτη μομφή «κατανόησή τους» για τους καλλιτέχνες που «από φόβο» υποκρίθηκαν ότι συμπαρίστανται (σημειώθηκε κάποια απειλή χειροδικίας και δεν το αντιληφθήκαμε;), δεν κρύβεται και μια περιφρόνηση για την «επιτρεπτικότητα» που σύμφωνα με την κοινή πεποίθηση χαρακτηρίζει και την υπερβολική καλλιτεχνική ευαισθησία (πρβλ. τους γνωστούς «λαπάδες»); Και μήπως τελικά, οι δυνητικοί κίνδυνοι για την καλλιτεχνική ελευθερία της έκφρασης εμπερικλείονται ακριβώς στο ύφος με το οποίο οι τρεις συγγραφείς εγκαλούν τους επωφελούμενους από τον κρατικό προϋπολογισμό καλλιτέχνες επειδή δεν αντιστέκονται σθεναρά στη «βία» των εισβολέων;
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να παραβιάσουμε τον κανόνα που επιτάσσει να μην αναμιγνύονται στην επιχειρηματολογία αναφορές στην πολιτεία των αντιπάλων μας, διότι απλούστατα μερικές φορές δεν μπορεί κανείς να τηρεί αυτόν τον κανόνα χωρίς να στρουθοκαμηλίζει. Πώς να μη θυμηθεί κανείς ότι εις εκ των συντακτών της καταγγελίας, ο κ. Απόστολος Δοξιάδης συγκεκριμένα, είναι το πρόσωπο που, σε καιρούς ιδεολογικού ρεβανσισμού, είχε κηρύξει από τη δημόσια θέση που κατείχε τότε μια άλλου τύπου ηθική σταυροφορία, η οποία εξελίχτηκε σε υστερική δημόσια διαπόμπευση από την Αυριανή και τον υπόλοιπο σκανδαλοθηρικό Τύπο των ανήθικων «κουλτουριαραίων» που για να γυρίσουν τις «βαρετές» ταινίες τους δεν δίσταζαν να βασανίζουν μέχρι και παιδιά. Όποιος θυμάται εκείνη την άθλια υπόθεση, δεν μπορεί να ξεχάσει ότι η λυσσώδης εκστρατεία στιγματισμού εναντίον της Φρίντας Λιάππα (μιας από τις αυθεντικές φωνές της ελληνικής κινηματογραφίας), είχε παράλληλα έναν άλλο σαφή και διακηρυγμένο στόχο, δηλαδή την πλήρη καθυπόταξη της καλλιτεχνικής παραγωγής στις ανάγκες και τις επιταγές του νέου εμπορικού συστήματος παραγωγής «ποιοτικής τέχνης», που τα επόμενα χρόνια γνώρισε μεγάλη άνθιση με την θεαματική είσοδο των ιδιωτικών καναλιών και μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων στο παιχνίδι. Μπορούμε άραγε να παραγνωρίσουμε τέτοιου είδους ιστορικές λεπτομέρειες, όταν ο εν λόγω «άνθρωπος της τέχνης» καλεί σήμερα όλους να συμμερισθούν την ιερή αγανάκτησή του με βασικό επιχείρημα ένα προκλητικό σύνθημα που αναφέρει την προσβλητική λέξη «κουλτουριάρηδες»;
Υπάρχουν πράγματι στις μέρες μας πολλοί «απολίτιστοι» που είναι πρόθυμοι να φωνάξουν «σκατά στους κουλτουριάρηδες», κι όχι μόνο αυτό αλλά και να υποστηρίξουν τους επίδοξους λογοκριτές, να απαιτήσουν από τους εισαγγελείς να παρέμβουν σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική δραστηριότητα θεωρούν ότι προσβάλλει τα εθνικά και θρησκευτικά συναισθήματα του λαού μας, να επιβάλουν στις κρατικές επιχορηγήσεις για την τέχνη κριτήρια πιο συμβατά με τα «κοινά γούστα» κ.ο.κ. Μόνο που αυτοί οι «απολίτιστοι» θα πρέπει να αναζητηθούν στην πλευρά των πολιτικών, των καναλαρχών, των μεγαλοεκδοτών, των διαχειριστών πνευματικών ιδρυμάτων υψηλού κύρους και πάει λέγοντας. Με λίγα λόγια «απολίτιστοι» είναι οι ίδιοι που ορισμένοι από τους καλλιτέχνες που σήμερα δυσανασχετούν με τις εισβολές των «βαρβάρων» στα θέατρα, γλείφουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, προκειμένου να εξασφαλίσουν για το έργο τους ένα μικρό –και ψηλό εννοείται- ράφι στο σούπερ μάρκετ της μαζικής κουλτούρας. Όλα τα σοβαρά πλήγματα που έχει δεχτεί τα τελευταία χρόνια η ελευθερία της έκφρασης στην τέχνη προέρχονται από υστερικούς πολιτικούς, εισαγγελείς, εκκλησιαστικούς παράγοντες και φυσικά από τα κανάλια, στων οποίων την ιερή σκέπη και χορηγία πολλοί προσβλέπουν κατά τα άλλα, προκειμένου να προαγάγουν -ή μάλλον να προωθήσουν- την «ποιοτική τέχνη» τους. Τα τελευταία δε, δεν ευθύνονται μόνο για την αναπαραγωγή και τον πολλαπλασιασμό του αντίκτυπου των υστερικών εκστρατειών εναντίον της τέχνης που κατά καιρούς εκδηλώνονται, ούτε μόνο για την αναπαραγωγή των εχθρικών προς την τέχνη στερεοτύπων. Τα τηλεοπτικά κανάλια ευθύνονται κυρίως για τη συστηματική ισοπέδωση μέσα στον οδοστρωτήρα της μαζικής κουλτούρας των όποιων στοιχείων αυθεντικού λαϊκού γούστου απέμεναν σε αυτή τη χώρα, στοιχεία που αποτελούσαν τη μοναδική πραγματική γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στον λαό και την τέχνη.
Όμως οι «απολίτιστοι» που καταγγέλλονται για την εισβολή στα άβατα των θεάτρων μας είναι άλλοι. Είναι ακριβώς η σημερινή πολιτικοποιημένη νεολαία. Και κακά τα ψέματα, ο κάθε άνθρωπος της τέχνης που δεν είναι άνθρωπος της εξουσίας, γνωρίζει πολύ καλά ότι ο μόνος παράγοντας που στα μεταπολεμικά χρόνια συντηρούσε αυτή τη γέφυρα, για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως, ήταν πάντοτε η πολιτικοποιημένη νεολαία, και ότι ιστορικά αυτή η νεολαία υπήρξε ο αιμοδότης και το παραδοσιακό ακροατήριο τόσο της πρωτοποριακής τέχνης, όσο και της αυθεντικής λαϊκής μας παράδοσης. Οι «απολίτιστοι» που μπήκαν στα θέατρα κραυγάζοντας είναι οι νέοι καλλιτέχνες και τεχνικοί που έχουν βαρεθεί να είναι ταυτόχρονα αντικείμενα της περιρρέουσας συμπόνοιας για την γενιά των 700 ευρώ και ταυτόχρονα να υφίστανται την πιο στυγνή κι ανερυθρίαστη εκμετάλλευση από τα αφεντικά της εμπορευματικής παραγωγής «υψηλής τέχνης». Ή πάλι, αν ανήκαν απλώς στο «θατρικό κοινό», είναι απλώς νέοι της ίδιας πολυδάκρυτης γενιάς της «επισφάλειας» και των (ούτε καν) 700 ευρώ, που ίσως να έχουν αναπτύξει μια σχέση αγάπης-μίσους με το θέατρο, καθώς πριν λοιδορηθούν τώρα από τους τρεις συγγραφείς ως κρυφοί θαυμαστές των σκυλάδικων και των γηπέδων, είχαν ακούσει πολλούς σε ρόλο Μαρίας Αντουανέτας να διατείνονται ότι, όσοι δυσφορούν για τα ακριβά εισιτήρια «θα έδιναν πρόθυμα πολλά περισσότερα για να πάνε σε ένα σκυλάδικο ή στο γήπεδο»... Αλλά ας δεχτούμε ότι ανάμεσα στους «εισβολείς» ήταν και κάποιοι νέοι που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους στο θέατρο, κι ότι αυτοί ήταν τελικά οι «κακοί» που ανέγραψαν το τόσο δυσώνυμο σύνθημα στο πεντακάθαρο φουαγιέ. Τι είναι πιο εύλογο να υποθέσει κανείς; Ότι αυτοί ήταν αγανακτισμένοι εκκολαπτόμενοι ναζί, που έβγαζαν τα φαλλοκρατικά και ομοφοβικά απωθημένα τους απέναντι στην «παρακμιακή αστική τέχνη»; Μα αυτοί απ’ ό,τι ξέρουμε είναι που ετοιμάζουν εδώ και καιρό τα ρόπαλά τους, περιμένοντας το πράσινο φως για να βγουν στις σκιές των δρόμων και να πατάξουν τους αντικοινωνικούς ταραξίες. Πιο εύλογο δεν θα ήταν να υποθέσει κανείς ότι αυτοί οι νέοι μοιάζουν στους πάρα πολλούς ανθρώπους –που όλοι συναντάμε καθημερινά- οι οποίοι ακόμη κι όταν υιοθετούν στερεότυπα εναντίον της τέχνης και της κουλτούρας, το κάνουν επειδή την αντιλαμβάνονται σαν ένα προϊόν με υψηλή προστιθέμενη αξία (εμπορική και «ιδεολογική»), μακρινό γι’ αυτούς, που κατά τα λοιπά διατείνεται ότι «αντιγράφει», «αντανακλά» ή «μεγεθύνει» τη δική τους ζωή; Δεν υπάρχουν φορές που κάποιοι έντιμοι άνθρωποι απορρίπτουν την υψηλή τέχνη και περιχαρακώνονται, είτε στη μαζική κουλτούρα, είτε σε μορφές υπο-κουλτούρας, αντιδρώντας εκτός των άλλων και στον από καθέδρας ηθικισμό που αναλαμβάνει τόσες και τόσες εκστρατείες υπέρ της «υψηλής τέχνης» και ο οποίος συχνά μολύνει επικίνδυνα ακόμη και γνήσιες καλλιτεχνικές προσπάθειες; Δεν θα μπορούσαν λοιπόν αυτοί οι «απολίτιστοι» και άσχετοι με το θέατρο να απηχούν ανησυχίες στην ουσία παράλληλες με αυτές πολλών καλλιτεχνών για το νόημα της δουλειάς τους μέσα στον κόσμο μας; Και τέλος πάντων, τόσο μακριά φτάνει η μυθοπλαστική φαντασία της «τριανδρίας των ηθικιστών» μας -κοτζάμ συγγραφείς και πολιτικοποιημένοι άνθρωποι- ώστε να μην μπορούν να εικάσουν άλλο κίνητρο για τους εισβολείς στα θέατρα παρά τον ναζισμό και την «έλλειψη πολιτισμού»; Ή μήπως απλώς εκείνο που επείγει γι’ αυτούς είναι να αποκρύψουν ότι οι ίδιοι, μαζί με τους πραγματικούς απολίτιστους της τι-βι, τους μπάτσους, και τους ναζί, είναι κι αυτοί «στο ίδιο μαγαζί», όπως λέει και το γνωστό σύνθημα;
Υπάρχει λοιπόν ένα άλλο «σκατά στους κουλτουριάρηδες», που ουσιαστικά είναι ένα «σκατά στις Μαρίες Αντουανέτες της κουλτούρας»... Καμιά συκοφαντία δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι εδώ η λέξη «κουλτουριάρηδες» δεν στρέφεται εναντίον της κριτικής και στοχαστικής ματιάς της τέχνης απέναντι στον κόσμο. Ίσα-ίσα, η ενέργεια αυτή αντικειμενικά αντιδρά σε μια κατάσταση έκλειψης από την τέχνη κάθε αυθεντικά κριτικής και στοχαστικής ματιάς στην κοινωνία, αντιδρά στη μετατροπή της τέχνης σε ένα αστικό θέαμα, που πολύ λίγο διαφέρει από την αισθητική της τηλεόρασης, που αναπαράγεται με άθλιους κοινωνικούς όρους και που πλέον δεν καταφέρνει να λειτουργεί ούτε ως παραμυθία. Δεν είναι τυχαίο που το σύνθημα λέρωσε ένα «καινούργιο και καθαρό φουαγιέ», ούτε είναι τυχαίο που αυτό προσέβαλε εξίσου με τον υποτιθέμενο «ναζισμό» του συνθήματος τις τρεις «Αντουανέττες» μας... Φταίει που για πολλούς τα καλαίσθητα φουαγιέ αποτελούν την επιτομή της αισθητικής τους...
Είναι βέβαια μάταιο να επιμένουμε στις καθαρά «καλλιτεχνικές» διαστάσεις του ζητήματος, αφού η καταγγελία των τριών συγγραφέων ουσιαστικά δεν «πολυκαίγεται» να υπερασπιστεί την τέχνη, αλλά την «κοινωνία» από την απειλή, και δεν το κρύβει. Κάποιος έπρεπε να καλύψει το κενό των «ακαδημαϊκών», που σε παλαιότερες εποχές αναλάμβαναν να παίξουν τον ρόλο των ιδεολογικών στυλοβατών του συστήματος, κάποιος έπρεπε και σε αυτή την περίπτωση να αναλάβει να ταυτίσει το πολιτισμικό με το πολιτικό και να εμφανίσει όσους αμφισβητούν την πολιτική κυριαρχία των αστών σαν «αντικοινωνικά στοιχεία».
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που στο κείμενό των τριών αυτόκλητων «ακαδημαϊκών υπηρεσίας», προϋποτίθεται η αντίληψη ότι η γενικότερη κατάσταση που ζούμε στη χώρα μας τελευταία συνιστά απλώς μια κρίση βίας, κατά την οποία «ομάδες ανθρώπων ...με αφετηρία ένα τραγικό γεγονός επιτίθενται με τυφλή βία στα δικαιώματα των πολιτών και στις αρχές της κοινής μας ζωής». Ας προσπεράσουμε τη χαριτωμένη διατύπωση «τραγικό γεγονός» κι ας προσέξουμε ότι οι «πνευματικοί» αυτοί άνθρωποι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ερμηνεύσουν έστω με μια υπαινικτική λεξούλα την πηγή του αόριστου κοινωνικού «κακού» που καταγγέλλουν. «Ομάδες ανθρώπων», όπως «συμμοριτοπόλεμος»... Κι αναρωτιέται κανείς σε ποια «ομάδα ανθρώπων» ακριβώς ανήκουν όσοι θεωρούν τόσο πολύτιμα και αδιαπραγμάτευτα τα σημερινά «δικαιώματα των πολιτών» και τις επικρατούσες «αρχές της κοινής μας ζωής». Δεν αμφέβαλλε κανείς βέβαια ότι οι τρεις συγγραφείς είναι κατά βάση ικανοποιημένοι από τον κόσμο που διαλέγουν να υπερασπιστούν. Διότι ακριβώς εκείνο που διαλέγουν να υπερασπιστούν, και δεν το κρύβουν, δεν είναι η ελευθερία έκφρασης, αλλά ένας ολόκληρος κόσμος, και μάλιστα ο «καλύτερος των δυνατών». Ας προσέξουμε ότι δεν απευθύνονται στους καλλιτέχνες και τους πνευματικούς ανθρώπους γενικά, ούτε μας καλούν να υπερασπιστούμε την αυτονομία της τέχνης από κάθε εργαλειακή χρήση της –κάτι που είναι η καρδιά της ελευθερίας της έκφρασης. Απευθύνονται αποκλειστικά στους στους κατέχοντες υπεύθυνες κι επιχορηγούμενες θέσεις μέσα στο υπάρχον σύστημα παραγωγής της τέχνης, κι επικαλούνται μάλιστα -για να τους επιτιμήσουν για την πνευματική τους αβελτηρία- κάποιο άγραφο «κοινωνικό συμβόλαιο» (που προφανώς επιτάσσει από τους «ευνοούμενους του συστήματος» να συστρατεύονται για την υπεράσπισή του). Επιδιώκουν να κινητοποιήσουν όσους επωφελούνται από τις σημερινές υλικές συνθήκες παραγωγής της τέχνης, και από τον περιχαρακωμένο κοινωνικά ρόλο της κουλτούρας σε μια πανστρατιά υπεράσπισης, όχι μόνο της «ποιοτικής τέχνης», αλλά και της κοινωνίας «μας» από την επίθεση των «βαρβάρων». Δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πιο «ταξική» μορφή υπεράσπισης του συστήματος από αυτή που επέλεξαν οι τρεις συγγραφείς μας. Ειδάλλως, αφού κόπτονται για τα «δικαιώματα των πολιτών», θα έβρισκαν να πουν και καμιά κουβέντα –για τα μάτια του κόσμου έστω βρε αδελφέ- για τα προβλήματα που κατά κοινή ομολογία έχουν οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα της κοινωνικής έκρηξης... Δεν φανταζόμαστε δα να τους έχει διαφύγει, ότι εκτός από το δικαίωμα σε έναν αμέριμνο καφέ στο Κολωνάκι ή σε μια αδιατάρακτη θεατρική παράσταση (των οποίων η άσκηση παρεμποδίστηκε τόσο ...βάναυσα από τον ορυμαγδό των ημερών), υπάρχουν και ορισμένα άλλα δικαιώματα που αφορούν ....κατά τι περισσότερους ανθρώπους και που παραβιάζονται σε ...κάπως μονιμότερη βάση, ή ακόμη χειρότερα υπάρχουν μόνο για να κοσμούν τις χάρτες των δικαιωμάτων...
Όμως οι «τρεις σωματοφύλακες» του συστήματος αφήνουν προφανώς κάτι τέτοιους αφελείς κοινωνιολογισμούς για τους ευαίσθητους αναλυτές και για τους ενοχικούς μεσόκοπους... Μέλημά τους είναι η αποκατάσταση της «τάξης» και προτεραιότητά τους η καταδίκη της «βίας», η οποία μετατρέπεται σε ένα μεταφυσικό γενικευμένο κακό που μας απειλεί. Όλα είναι «δυνάμει» βία... Βία οι εμπρησμοί των καταστημάτων, βία οι πέτρες στα αστυνομικά τμήματα, βία η εισβολή στο στούντιο της ΕΡΤ και στα θέατρα... Βία γενικώς. Οι κωμικές απόπειρες να εμφανιστεί η φιλελεύθερη δημοκρατία μας σαν αμυνόμενη απέναντι σε άδικες και ακατανόητες βίαιες επιθέσεις είναι άλλωστε κοινός τόπος των ημερών μας. Η δε καταδίκη της βίας γενικά σαν «φασιστικό και ολοκληρωτικό φαινόμενο» είναι ένα leitmotiv που εκτός από την ίδια την αστική δημοκρατία το χρησιμοποιεί επιδέξια και η κοινωνική και πολιτική ακροδεξιά, για να εμφανιστεί και αυτή ως αμυνόμενη, ή σαν υπερασπιστής της δημοκρατίας. Στις μέρες μας καταγγέλλεται σαν «φασιστική ενέργεια» το σπάσιμο ενός περιπτέρου με βιβλία που προπαγανδίζουν τον ναζισμό, τον αντισημιτισμό και το ρατσιστικό μίσος (ενώ η συμπερίληψη ενός τέτοιου περιπτέρου σε μια έκθεση βιβλίου, είναι προφανώς πράξη που δεν ασκεί βία σε κανέναν...). Οι «τρεις σωματοφύλακες» δεν εκφράζουν καν σκέψη και προβληματισμό -σαν κατά τεκμήριο «ευαίσθητοι» άνθρωποι- για το πώς η αστική δημοκρατία στην οποία ομνύουν πίστη θα μπορέσει να ενεργοποιήσει τους αφομοιωτικούς της μηχανισμούς μπροστά στην κοινωνική έκρηξη που αντιμετωπίζει. Είναι άλλωστε γνωστή η παράξενη γοητεία που σε περιόδους κρίσης ασκεί στους φιλελεύθερους αστούς το «κόμμα του νόμου και της τάξης»...
Όποιον ορισμό κι αν δώσει κανείς στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008, το βέβαιο είναι ότι έβγαλαν το κοινωνικό μας ζήτημα στους δρόμους και δεν πρόκειται να φύγει σύντομα από εκεί. Όταν συμβαίνει αυτό -ας μην ανησυχούν κάποιοι- τα στόματα ανοίγουν, και μάλιστα για τα καλά. Οι τρεις αυτόκλητοι υπερασπιστές της ελευθερίας της έκφρασης ας βάλουν λοιπόν το δημοκρατικό σπαθί τους πίσω στο θηκάρι: ούτως ή άλλως κανείς δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί κάτι που στην πραγματικότητα απειλείται μονάχα από τον ίδιο και τους ομοίους του....
Εκείνο που κατ’ ουσίαν δυσκολεύονται να χωνέψουν οι «πνευματικοί άνθρωποι» του φυράματος των τριών, είναι πως έφτασε ο καιρός που θα πάψουν να μιλούν μόνοι αυτοί. Μετά από πάρα πολλά χρόνια καταθλιπτικής κυριαρχίας της «ενιαίας σκέψης», μετά από τόσα χρόνια που ο συνήθης αντίλογος στο σύστημα περιοριζόταν απλώς σε κοινωνιολογίζουσες διαμαρτυρίες και σε εκκλήσεις να μπει «ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη», ήρθε ο καιρός να βγει και πάλι στο προσκήνιο η ανειρήνευτη αντίθεση των ανθρώπινων αναγκών με την κοινωνία του κέρδους. Η λύσσα τους προέρχεται από το γεγονός ότι έχει πάψει πλέον να αποδίδει η ιδεολογική τρομοκρατία που ταύτιζε κάθε προσπάθεια να υπερβούμε αυτή την κοινωνία με τον «ολοκληρωτισμό» και το «γκούλαγκ». Διαισθάνονται ότι πλέον απέναντί τους δεν θα βρίσκουν μόνο κλάψες κι εκκλήσεις για μεταρρύθμιση “επί το ανθρωπινότερον” ενός συστήματος που για να επιβιώνει είναι πλέον υποχρεωμένο να ρίχνει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στην εξαθλίωση. Διαισθάνονται τέλος ότι ο υπέρ δημοκρατίας λόγος τους δεν είναι δυνατόν πλέον να πείθει παρά μόνο εκείνους που έχουν πολλά να χάσουν από την κατάρρευση του «καλύτερου των δυνατών» κόσμου τους.
Οι «απολίτιστοι» νεαροί που εισέβαλαν στα θέατρα, ντύθηκαν ασφαλώς βιαστικά τα ρούχα των καταστασιακών και του Μάη του ’68, υιοθέτησαν την χιλιοφθαρμένη από την κατάχρηση -τόσο στην τέχνη όσο και στην πολιτική- τακτική της πρόκλησης, και χρησιμοποίησαν τη γλώσσα της συλλογικής ενοχοποίησης, που χρησιμοποιείται κατά κόρον από το σύστημα για να διαχέεται η κοινωνική ευθύνη των εγκλημάτων του. Έτσι γινόταν, κι έτσι θα γίνεται πάντοτε σε περιόδους απότομης ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικοποίησης (άντε να μην την πούμε «εξέγερση», να μην κακοκαρδίσουμε ορισμένους...). Θα μπορούσε να ήταν φάρσα, αλλά τίποτα στο εξής δεν θα είναι μόνο φάρσα. Ω, ναι, ίσως να 'ναι αλήθεια ότι υπολείπονται σε “πρωτοτυπία”, μόνο που η πρωτοτυπία δεν ήταν το ζητούμενο, και δεν είναι ποτέ το ζητούμενο αν θέλουμε η πρωτοτυπία να μην είναι μια σκέτη επίφαση. Το σημαντικό ήταν να διακηρυχτεί urbi et orbi ότι η πόρτα είναι πλέον ανοιχτή. Γιατί η πόρτα των θεάτρων, όπως και των υπόλοιπων χώρων της κοινωνίας, ήταν ήδη ανοιχτή πριν εισβάλουν οι «βάρβαροι», και η εισβολή τους απλώς έδειξε αυτή την ανοιχτή πόρτα... Ας μην ανησυχούν κάποιοι για την πρωτοτυπία, διότι βρισκόμαστε μόλις στην αρχή της απελευθέρωσης του λόγου...
Καμιά ηχομόνωση δεν θα προστατεύσει στο μέλλον καμία παράσταση από τον ορυμαγδό των δρόμων. Κανένα θέατρο από αυτά που ανοίγουν στις υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων δεν θα έχει πια το δικαίωμα να θεωρεί την περιρρέουσα κρίση γραφικό περιβάλλον. Οι όροι κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής της τέχνης θα αμφισβητηθούν, και όλοι θα αναγκαστούν να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα της περιθωριοποίησής της, Οι καλλιτέχνες θα διδαχθούν να μην βδελύσσονται ούτε να εξιδανικεύουν την απεχθή και «κακόγουστη» μάζα. Οι νεκροί δεκαπεντάχρονοι θα πάψουν να προσφέρονται για εύκολες επιδείξεις ευαισθησίας και μελοδραματικές κορώνες, όταν το μυστικό της δολοφονίας τους αποκαλυφθεί στο καμένο με βιτριόλι πρόσωπο της μετανάστριας και στο πλήθος των καθημερινών ανθρωποθυσιών στις οποίες υποβάλλονται όσοι κατά τα λοιπά εγκαλούνται γιατί δεν πηγαίνουν στο θέατρο...
Η αυθεντική τέχνη όχι μόνο δεν έχει να πάθει κανένα κακό από τον θόρυβο των δρόμων, αλλά όπως διδάσκει η ιστορία, έχει πολλή ελευθερία να κερδίσει...
Τα στόματα άνοιξαν, κύριοι υπερασπιστές του κράτους δικαίου! «Περισπούδαστες απόψεις» σαν και τις δικές σας δεν θα βρείτε ίσως, θα βρείτε όμως απέναντί σας εκείνες τις «λέξεις που ποτέ δεν διαπράχθηκαν», εκείνες τις «εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν» κι εκείνα τα «νοήματα που ποτέ δεν αρμολογήθηκαν». Να φοβάστε λοιπόν...
Νίκος Ζαρταμόπουλος
μεταφραστής δοκιμίων
26/12/2008
Υ.Γ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη φιλόξενη ιστοσελίδα του Νίκου Σαραντάκου. Η αναδημοσίευσή του είναι ελεύθερη